Του Θανάση Βαλτινού
Μέρος δεύτερο…
Το 903 αποφάσισα κ’ εγώ να ξενιτευτώ.
Σηκώθηκα μιάν αυγή, στις δεκαπέντε Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, πήρα οχτακόσιες δραχμές, και αξημέρωτα πέρναγα το Νούδιμο του Ορχομενού. Από κει έπεσα στον κάμπο της Μηλιάς. Τότε ακόμα ο δρόμος Λεβίδι- Τρίπολη δεν ήταν φτιαγμένος, πηγαίναμε από Κακούρι μεριά.
Έφτασα στην Τρίπολη το απομεσήμερο κι έμεινα το βράδυ σ’ ένα χάνι Βασιλείου Μαχαίρα ή Αναγνωστοπούλου, Δαραίου. Αυτός είχε μπακάλικο, μαγεριό και κρεβάτια για ύπνο. Το πρωί στις πέντε πήγα στο σταθμό κι έβγαλα εισιτήριο για Πειραιά, δέκα δραχμές και ογδόντα λεφτά.
Ήρθε το τρένο μπήκα μέσα, περάσαμε τον Αχλαδόκαμπο, τη μεγάλη γέφυρα, Μύλους Άργος Κόρινθο. Περάσαμε τον Ισθμό, από πάνω εμείς από κάτω τα πλοία. Είχα σύσταση για έναν πατριώτη μου στον Πειραιά, Ιωάννη Τσέκο ή Λαβωμένο. Ήταν πολλούς χρόνους εκεί και είχε τραυματιστεί στο επαναστατικό, από σφαίρα στο κεφάλι, πάντα την πάντα, δίχως να τον βλάψει στα μυαλά. Και ο Πειραιάς τον ονόμασε Λαβωμένο. Αυτός είχε και αδερφούς, τον καπετάν Πέτρο, μεγάλο παλικαρά, τον Βασίλειο Τσέκο, στρατιωτικό γιατρό, τον Χρήστο Τσέκο ή Κακόχρηστο, ληστή Πατρών και περιφερείας. Εκείνη την εποχή είχαν δόξα μεγάλη.
Πήγα τον βρήκα στο σπίτι του, με πήρε, δεν ήξερα την πόλη, με πήγε στο ξενοδοχείο.
Το πρωί ήρθε να πάμε στο γιατρό της εταιρείας να επιθεωρηθώ. Η εταιρεία άνοιγε αργά και χρειάστηκε να περιμένουμε. Σε καμιά ώρα φάνηκε ο γιατρός, μπήκαμε μέσα, με εξέτασε, μ’ έβγαλε σκάρτο από τραχώματα.
Μου ‘δωσε συνταγή να παίρνω φάρμακα, να ρίχνω στα μάτια μου να καθαρίσουν. Και με το νυστέρι άρχισε να κόβει τα σπυράκια από μέσα τα ματόφυλλα.
Απελπίστηκα που δεν θα πέρναγα.
Είχε ένα τρένο το δείλι για Μύλους και ήθελα να φύγω.
Μου λέει ο Τσέκος, πάμε στο σπίτι.
Και με πήρε στο σπίτι του να φάμε. Το σπίτι ήταν μικρό, ένα δωμάτιο για τους ξένους το κράταγε ο αδερφός του, ο καπετάν Πέτρος, άρρωστος.
Είχε και δυό γιούς, Νίκο και Μπάμπη, και κορίτσια. Με δέχτηκαν καλά και σήμερα βρίσκουνται οι φαμελιές τους στον Πειραιά. Αποφάγαμε σηκώθηκα να φύγω. Μου είπαν αυτοί να μείνω να φύγω την αυγή, να μην ξενυχτήσω στο δρόμο.
Δεν τους άκουσα, ήμουν φαρμακωμένος.
Μπήκα στο τρένο, μέσα στο βαγόνι είδα έναν που έμοιαζε ξενοφερμένος. Έκατσα κοντά του και πιάσαμε κουβέντα.
Τον ρώτησα που ήταν.
Στην Αμερική.
Τώρα έρχεσαι;
Μάλιστα
Από ποιο μέρος;
Από το Σικάγο.
Γνώρισες κανέναν Δαραίο εκεί;
Ναι, τον Αναστάσιο Μεγρέμη.
Είναι καλά;
Καλά.
Από ποιο μέρος είσαι του λόγου σου;
Από το Άργος, το χωριό Μπερμπάτι.
Το όνομά σου;
Γρηγόριος Γκορίτσας.
Πώς περνάγατε στην Αμερική;
Πολύ καλά, ό,τι θέλαμε τρώγαμε. Φτηνά πράματα, ρούχα, παπούτσια.
Το μεροκάματο;
Άλλος δυό δολλάρια, άλλος ένα κ’ εβδομήντα πέντε, άλλος ενάμισι.
Δουλειές πολλές;
Πολλές. Γραμμές, μίνες για το χρυσό, για κάρβουνο και άλλες.
Και τι ήθελες στην Ελλάδα;
Ήρθα να δω τους γονιούς μου και θα φύγω πάλι.
Τότε έκανες καλά. Εδώ μεγάλη φτώχεια. Ο κόσμος κιντυνεύει, σήκωσε φτερό για έξω. Κάργα τα καράβια με τρεις χιλιάδες το καθένα, όλο παιδαρέλια. Δω εκεί κανένας σαραντάρης.
Φτάσαμε στο Άργος κι εγώ κατέβαινα για Μύλους.
Αυτός θα έμενε.
Γειά σου, του λέω, φίλε, χωρίζουμε.
Μου λέει, μείνε στο Άργος, απόψε θα μείνουμε μαζί. Και αύριο φεύγεις.
Του λέω καλά.
Άργος- Μύλους, το εισιτήριο ήταν πενήντα λεφτά. Κι έτσι το αποφάσισα.
Πήραμε τις βαλίτσες του και πήγαμε στην πόλη. Μου λέει έχω έναν κουμπάρο εδώ και πρέπει να τον βρω, να αφήσω τα πράγματά μου. Μείνε εσύ να τα φυλάς και εγώ θα πάω.
Ήταν ένα απόκεντρο εκεί, κάτι σοκάκια στενά. Παραμέσα η πόλη ωραία, πλατείες δρόμοι εκκλησίες εμπορικά.
Αλλά τα απόκεντρα βρόμαγαν.
Πήγε αυτός στον κουμπάρο του, έκατσε πλέον της ώρας.
Ήρθε κανένα καιρό, είχε πέσει η νύχτα
Τον βρήκες τον κουμπάρο σου;
Τον βρήκα.
Τι σου είπε;
Να πάω τις βαλίτσες μου εκεί.
Θα τις πας;
Θα τις πάω.
Δίνεις μπέσα σ’ αυτόν με τα πράγματα σου, ρούχα και διάφορα πού έχεις μέσα;
Γιατί;
Αύριο θα σου πει δεν έφερες τίποτα και που σε είδα. Αν θέλει σε κάνει και καλά, βράδυ είναι ποιος σε γνωρίζει.
Λές;
Έλα να πάμε στο ξενοδοχείο, να πάρουμε το κλειδί του δωματίου να είσαι ασφαλισμένος. Μη δίνεις μπέσα στον καθένα. Κι εγώ αν ήθελα, ξέρω ένα δρόμο Καπαρέλι- Σάγγα, σου τ΄άρπαζα και το ΄σκαγα.
Πήγαμε στι ξενοδοχείο, βάλαμε τις βαλίτσες στο δωμάτιο, πήραμε το κλειδί, βγήκαμε έξω.
Μπήκαμε σε ένα μαγέρικο, φάγαμε, δεν μ’ άφησε να πληρώσω.
Πήγαμε ύστερα στο καφενείο, πάλι δεν μ’ άφησε. Το πρωί σηκωθήκαμε, διατάξαμε καφέδες, έκανα να βγάλω λεφτά, τίποτα. Πλήρωσε και τον ύπνο.
Αλλά, του λέω, είναι μπενετάδες τώρα.
Πήγαμε στο σταθμό, και έβγαλα εισιτήριο. Του ‘δωσα τη σύστασή μου κι αυτός τη δική του, για να ‘χουμε αλληλογραφία, σα φίλοι πια που γνωριστήκαμε, φάγαμε, κοιμηθήκαμε μαζί.
Ήρθε το τρένο από το Ανάπλι και χωρίσαμε.
Μπήκα μέσα, κατέβηκα στους Μύλους. Από ‘κει πήρα το άλλο για την Τρίπολη. Αυτό πηγαινε αργά, είχε παρουσιαστεί μια έλλειψη από κάρβουνο και πάλευε να πάει με ξύλα. Τα είχαν κανονίσει έτσι οι σιδεροδρομικοί. Στον ανήφορο της Αντρίτσας μας έπιασε μια ψιχάλα μικρή και η μηχανή άρχισε να καλντίζει. Δεν είχε στίμη δυνατή να φύγει και στεκόταν και γλίστραγε πίσω και ροβολάγαμε οι επιβάτες να ρίχνουμε χαλίκια στις ρέλες, να ξαναπαίρνει μπροστά. Μέχρι να πιάσουμε το ίσιωμα μας έβγαλε την ψυχή.
Φτάσαμε στην Τρίπολη βράδυ, τα φώτα είχαν ανάψει. Πήγα κοιμήθηκα τη νύχτα στου Δαραίου, το πρωί έφυγα.
Έκοψα πάλι μέσα από τον κάμπο της Μηλιάς, πέρασα το χάνι του Τουρνικιώτη κι άλλα ψηλότερα.
Έμεινα στι χωριό ένα χρόνο και άρχισα τη θεραπεία.
Ο γιατρός να καθαρίζει τα τραχώματα με το νυστέρι και να ρίχνει μέσα τα φάρμακα που με τριβόλιζαν.
Όταν νόμισα ότι έγιναν καλά τα μάτια μου, αποφάσισα το δεύτερο ταξίδι.