Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης (EKM) έχει επισημάνει εδώ και καιρό ότι η δικαιοσύνη στη φορολογία και η μείωση της φορολόγησης είναι ουσιαστικής σημασίας για κάθε Έλληναυστραλό που επιθυμεί να επενδύσει στην Ελλάδα.
Η φορολόγηση και από τις δύο χώρες όταν κάποιος επενδύει στην Ελλάδα έχει απασχολήσει σε πολλά επίπεδα και τις δύο χώρες. Αυτό περιλαμβάνει τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία που αποφέρουν έσοδα, συμπεριλαμβανομένης της περιουσίας από κληρονομιά.
Η ΕΚΜ έθεσε το ζήτημα στην Κυβέρνηση σε πολλές περιπτώσεις και στα τέλη Ιουλίου, έγραψε στον Θησαυροφύλακα, τον Hon Josh Frydenberg ζητώντας να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις για τη σύναψη μια Συμφωνίας Διπλής Φορολογίας με την Ελλάδα.
Ο πρόεδρος της ΕΚΜ, ΒασίληςΠαπαστεργιάδης, ικανοποιημένος με την τελευταία ανακοίνωση της Αυστραλιανής Κυβέρνησης, δήλωσε: «Συνεργαζόμαστε με τις κυβερνήσεις της Αυστραλίας και της Ελλάδας για την εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης στο ζήτημα της διπλής φορολόγησης για οποιαδήποτε από τις επενδύσεις τους. Συναντηθήκαμε με τον Υπουργό Sukkar τον Μάρτιο του 2021 και είναι ευχάριστο που λάβαμε επιστολή του εκ μέρους του Θησαυροφύλακα που επιβεβαιώνει ότι η Αυστραλία και η Ελλάδα θα αρχίσουν διακρατικές συνομιλίες για τη φορολογία το 2022».
Μια συνθήκη μεταξύ των δύο χωρών θα έχει μεγάλη επίδραση σε πολλά επίπεδα. Πρώτον, επηρεάζει τα σχέδια πολλών Ελληνουστραλών που ελπίζουν ότι μια μέρα θα συνταξιοδοτηθούν στην Ελλάδα χωρίς να ανησυχούν για τη μεταχείριση των περιουσιακών στοιχείων τους από φορολογική άποψη. Το πιο σημαντικό είναι ότι θα θέσει τις ελληνικές και αυστραλιανές φορολογικές σχέσεις στο ίδιο επίπεδο με περισσότερες από 40 άλλες χώρες, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να βοηθήσουν τις εμπορικές σχέσεις. Ενώ δεν είναι το μόνο εμπόδιο για την ανάπτυξη του μάλλον αναιμικού εμπορίου 330 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, δεν μπορεί παρά να ενθαρρύνει την περαιτέρω ανάπτυξη. Από άποψη μεγέθους και ενώ οι οικονομίες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, το ιταλικό εμπόριο με την Αυστραλία ανέρχεται στα 11,1 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, σημαντικά υψηλότερο από το ελληνικό».
Η ΕΚΜ επικρότησε τη δήλωση του γραφείου του Υπουργού Sukkar που αναγνώριζε ότι η Αυστραλιανή Κυβέρνηση κατανοεί «το ενδιαφέρον μας για τη φορολογική συνθήκη μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας και τα οφέλη που μπορούν να αποφέρουν οι φορολογικές συνθήκες στη μείωση της διπλής φορολογίας και στην ενθάρρυνση των εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων».
Ο κ. Παπαστεργιάδης συνέχισε λέγοντας ότι “οποιαδήποτε τέτοια συνθήκη δεν μπορεί παρά να είναι μια θετική κίνηση που θα ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών μας”.
Από την πλευρά του, ο Ιωάννης Τριπιδάκης (Δικηγόρος Ελληνικού Δικαίου στην Αυστραλία) που εργάζεται μαζί με την Ελληνική Κοινότητα για την σύναψη της Διμερούς Συμβάσεως, είπε ότι είναι ενθουσιασμένος που τα δύο Κράτη απεφάσισαν να ξεκινήσουν τις επί μακρόν αναμενόμενες διαπραγματεύσεις, αλλά συνέχισε: «Η Ελληνοαυστραλιανή κοινότητα έχει υποστεί συγκεκριμένες φορολογικές και νομικές αδικίες, κατά τις συναλλαγές της με δύο (διαφορετικά) φορολογικά συστήματα συγχρόνως. Τα θέματα αυτά πρέπει να εντοπισθούν, να αναλυθούν και να υποβληθούν ρεαλιστικές προτάσεις για την επίλυσή τους. Εναπόκειται σε εμάς, τους Ελληνοαυστραλούς να βοηθήσουμε τις δύο κυβερνήσεις να αντιληφθούν τα θέματα και να αποκατασταθεί η αδικία, προς όφελος, όχι μόνο της κοινότητάς μας, αλλά κυρίως και των δύο χωρών.»