Γράφει η Μαρία Αραμπατζή
Μια παίρνεις και μια αφήνεις. Εγωιστικά και μόνο, κοιτάς και ασχολείσαι μόνο με αυτό που πήρες. Αποποίηση ή αποδοχή; Μπορείς να την αγνοήσεις, εξευτελώντας εσένα και όποιον πίστεψε πως θα την αξιοποιήσεις. Και έτσι λες ‘αυτό είχα, αυτό έδωσα’. ‘Αυτό πήρα, αυτό άφησα’.
Το ‘αυτό’ σου, όμως είναι ελάχιστο. Βασικά, είναι απλά τέσσερα γράμματα αδιάφορα, στο αλφάβητο της εξέλιξης. Μαζί με αυτό, δεν βλέπω τη ζωή σου, δεν βλέπω κάποιον άνθρωπο. Κάπου εκεί στο ύψιλον μπήκε ένας συμβιβασμός, ένα ‘οι άλλοι θα το κάνουν για μένα’ και έτσι άνετα βολεύτηκε ανάμεσα στα στάσιμα. Α, βλέπω και μια σύγκριση με τους άλλους που πήραν περισσότερα. Εκεί έχει ναρκωθεί η μειονεξία. Έτσι και αλλιώς μόνο σε χώρους, χωρίς οξυγόνο, αναπνέει. Σε χώρους, χωρίς ζωή. Φύγε, από εκεί, υψηλή υπαιτιότητα να μη ζεις, και είναι δική σου.
Αν όμως έστω και ένας σου μίλησε για την αξία σου. Αυτό το κράμα εσωτερικής και εξωτερικής ατέλειας, η αποδοχή της κληρονομιάς είναι μονόδρομος. Η αξιοποίηση της, είναι επίσης μονόδρομος. Και αντί για σκιά, όταν σε χτυπά ο ήλιος, θα βλέπεις το χρέος. Άνθρωπος είσαι. Μιλάω για μια κληρονομιά αμύθητου ποσού, εξαιρετικής περιουσίας, ζηλευτής κατάκτησης. Για αυτήν που θα σε θυμούνται όταν φύγεις, γιατί κάποτε θα φύγεις. Σε έπεισα ότι εσύ πρέπει να δουλέψεις την κληρονομιά σου ή λυπηρά αντιστέκεσαι δέσμιος της υποκειμενικής μειονεξίας σου;
Όπως λέει και ο Χρόνης Μίσσιος: “Η ζωή είναι δώρο με ημερομηνία λήξης”. Την διαθήκη πότε να την γράψω, θείε, δεν πρόλαβες να μου πεις…
ΥΓ: Δεν είναι δικαιολογία αυτά είχα, αυτά έδωσα, βόλεμα είναι. Και εσύ χρειάζεσαι οξυγόνο.
Με αγάπη,
ο εαυτός σου.