Γράφει η Μαρία Αραμπατζή
‘Τελικά τι είπε ο κόσμος;’ Ένα είναι σίγουρο το ‘τελικά’ της φράσης δεν ισχύει. Η χρονική του υπόσταση καλύφθηκε από τον ήχο του σφυριού που χτυπάει στη ζωή σου. Ακούγεται ο αντίλαλος.
Μια ανανέωση για κάθε ‘επόμενη’ δίκη. Παρουσιάσου στο δικαστήριο. Κάθε φορά ακούραστος ο κόσμος, σου δίνει το πόρισμα της πράξης σου. Σφραγισμένο με βουλοκέρι υψηλής κατάκρισης. Από τα πιο σπάνια μέρη, που φυτρώνει το φυτό της κατηγόριας. Εθιστικό φυτό. Γεννιέται σιωπηλά στα βάθη της εκάστοτε ύπαρξης και ανατρέφεται από ανάγκη για επιβεβαίωση με την εξέλιξη του καθενός. Ο κόσμος δικαστής. Δυσέυρετοι οι σπόροι ανθρωπιάς. Ε, στα βάθη της ανωτερότητας δεν είναι έυκολη η ζωή. Ασύλληπτο βάθος.
Ορκίσου, λοιπόν, ότι σε ενδιαφέρει η απόφαση και έιναι ζωτικής σημασίας με διορθωτική επίδραση. Εσύ ο ένοχος συμφωνείς, διαφωνώντας. Δύο φωνές. Μία η δική σου και μία του κόσμου. Όμως η δική σου φωνή χάθηκε όταν έδωσες τον όρκο. Άφαντοι οι δικηγόροι.
Σε κάθε δίκη, κάποια παρουσιάζεται κρυφά. Η ‘ζωή σου’, σε κοιτά. Περιμένει καρτερικά να την πάρεις και να φύγετε μακριά. Μα είναι αργά, το καμπανάκι της τελευταίας δίκης χτυπά. Απογοητεύμενη αλλάζει θέση. Σου δείχνει το δικό σου ‘τελικά’ της φράσης. Το δικαστήριο είσαι εσύ. Κάθεσαι σε όλες τις θέσεις, βιωματικά. Είναι περίπου 11:30 το πρωί. Αρκετά καλή ώρα για να αρχίσουν να γράφονται τα πρακτικά; Ή μήπως η ώρα δεν βολεύει τον μέχρι τώρα ‘δικαστή σου’; Γυρνάς με απόγνωση να δείς αν την εγκρίνει, και τότε βλέπεις τη ‘ζωή’ και είναι πολύ αργά. Και τότε ψάχνεις το σφυρί. Και δεν υπάρχει σφυρί γιατί φεύγει και η ζωή. Δεν υπάρχει ο κόσμος γιατί δεν υπάρχεις και εσύ.
Υ.Γ. : Η παρουσίαση της τελευταίας δίκης ήταν αρκετά ρεαλιστική, για να μην ξαναπατήσεις στην αίθουσα αυτή; Αν όχι, λυπάμαι κρίνεσαι ένοχος.
Με αγάπη,
ο εαυτός σου.