Ο Ιησούς με τον λόγο και την ζωή του δέσμευσε τους Χριστιανούς πάνω σε τρεις συναφείς, αλλά διαφορετικού εύρους δράσεις: «Αγαπάτε αλλήλους», «αγαπάτε τον πλησίον σας» και τέλος «αγαπάτε τους εχθρούς σας». Επειδή σήμερα οι λέξεις έχουμε χάσει την σημασία τους, αξίζει να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Όταν ο Ιησούς διετύπωνε το «αγαπάτε αλλήλους», έδειξε τον στενό κύκλο των μαθητών Του. «Να αγαπιέστε μεταξύ σας», τους είπε. Δηλαδή, να αγαπιέστε όλοι εσείς, οι άμεσοι απόστολοι και συνεχιστές του έργου Μου. Έφτιαξε δηλαδή έναν μικρό κύκλο άμεσων συνεχιστών του έργου Του και τους έδωσε την εντολή της αμοιβαίας αγάπης.
Στην συνέχεια άνοιξε τον κύκλο της αγάπης, με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, και κάλεσε τους χριστιανούς να «αγαπάνε και τον πλησίον τους», αυτόν δηλαδή που είναι λίγο πιο έξω από το «αλλήλους».
Στο τέλος, για να ανοίξει ακόμη περισσότερο, μέχρι το άπειρο, τον κύκλο της αγάπης, ζήτησε από τους Χριστιανούς να «αγαπάνε ακόμη και τους εχθρούς τους», έτσι συμπεριέλαβε μέσα στα όρια της «αγάπης» Του, τους «πάντες».
Με τον τρόπο αυτό αντικατέστησε βασικές αρχές και όρους της Παλαιάς Διαθήκης που όριζαν το «οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος».
Ομοίως διέγραψε τις ραβινικές ρατσιστικές εντολές μίσους προς τους φτωχούς Ιουδαίους, τους αμ χα αρετς. Για αυτούς οι ραβινικές γραφές ανέφεραν:
«…Η έχθρα ενός αμ χα αρέτς είναι ακόμα πιο βαθιά από όση η έχθρα των ειδωλολατρών απέναντι στους Ισραηλίτες… Έξι πράγματα αληθεύουν για τους αμ χα αρετς. Δεν πρέπει να βασίζεται κανένας στη μαρτυρία τους και δεν πρέπει να δέχεται κανείς την κατάθεσή τους, δεν πρέπει να μοιράζεται μυστικά μαζί τους, ούτε να γίνεται κανείς προστάτης ορφανού τους, ούτε επίτροπος σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, δεν πρέπει να τον πάρει κανείς μαζί του συνοδό σε ταξίδι και δεν πρέπει να τον πληροφορεί αν έχασε κάτι… (ραββίνος Γιοχάναν, Ταλμούδ, Πεσαχείμ, 48b).
«Άτομα που ανήκουν στους αμ χα αρέτς να φονεύονται αν η μέρα της δίκης είναι Σάββατο… Οι αμ χα αρέτς να ξεκοιλιάζονται σαν ψάρια. (Ταλμούδ, Πεσαχείμ, 48b, Ι Αμουσίν 1990, σελ 25).
Τι επικρατεί σήμερα στους κόλπους της Χριστιανικής Εκκλησίας;
Όλοι θα συμφωνήσουμε, μέσα στα πλαίσια μιας εκ βαθέων χριστιανικής κριτικής και αυτοκριτικής, ότι η έννοια της χριστιανικής αγάπης, των πράξεων και όχι των υποκριτικών λόγων, δεν χαρακτηρίζει την σημερινή Χριστιανική Εκκλησία.
Τα μέλη της Ιεραρχίας, συνεχιστές, σε αποστολικό επίπεδο, του έργου του Ιησού, «αλληλοεξοντώνονται» για λόγους, νομής της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσία ή του γήινου και φθαρτού πλούτου. Όλα αυτά βέβαια κάτω από τον υποκριτικό μανδύα της επίκλησης της υπεράσπισης θεϊκών κανόνων και δογμάτων. Πού βρίσκεται λοιπόν η εφαρμογή της εντολής Του, «αγαπάτε αλλήλους»;
Όμως η παραχάραξη, λόγω κοινωνικών και υλιστικών σκοπιμοτήτων, της εντολής της αγάπης επεκτείνεται.
Υπάρχει όμως υλοποίηση της εντολής «αγαπάτε τον πλησίον σας και τους εχθρούς υμών»; Επιτρέπεται στο όνομα της θρησκείας και του Χριστού να αγιάζονται όπλα τα οποία σκοτώνουν «τον πλησίον μας» και «τους εχθρούς ημών»;
Ο Χριστός δεν υπήρξε στρατοκράτης. Ως πολίτες και άνθρωποι, πολλές φορές καταφεύγουμε στην φιλοσοφία της νόμιμης άμυνας, έστω και βίαιης. Παρά την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κοινωνικής αντίδρασης, όλοι αναγνωρίζουμε ότι έρχεται σε αντίθεση με την ουσία της χριστιανικής φιλοσοφίας.
Ο φόνος, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αποτελεί μία φρικτή κοινωνική αναγκαιότητα την οποία, ως άνθρωποι και πολίτες, μπορεί να την κατανοούμε, κανείς όμως δεν την επικροτεί.
Ως εκ τούτου οι ιερείς και αρχιερείς, ως εκπρόσωποι του Ιησού και συνεχιστές του έργου Του, δεν έχουν το δικαίωμα να αντιλαμβάνονται το φόνο, παρά μόνο ως ένα υπέρτατο κακό, το οποίο υπάγεται στους θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Έτσι κανένας χριστιανός ιερέας δεν έχει την θεϊκή δικαιοδοσία του αγιασμού οποιουδήποτε όπλου εφόσον αυτό πρόκειται να στερήσει την ζωή πιστών ή απίστων. Μην ξεχνάμε ότι στις ρωμαϊκές αρένες, οι πρώτοι χριστιανοί, αποποιούνταν και αυτό ακόμα το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, και αυτό προκειμένου να μην θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των φονέων τους.
Μια τέτοια στάση βέβαια, ανατρέπει μια σειρά εντολών και δογμάτων του προχριστιανικού Ιουδαϊσμού. Ο Θεός του Ιησού δεν ευλογεί πλέον τα όπλα εναντίον των Φιλισταίων.
Παρόλα αυτά σήμερα είναι συνηθισμένο φαινόμενο χριστιανοί ιερείς να αγιάζουν χριστιανικά όπλα, τα οποία στρέφονται, πολλές φορές, ακόμα και ενάντια σε Χριστιανούς του αυτού δόγματός. Επομένως η σύγχρονη χριστιανική πρακτική, ουδεμία σχέση έχει με το «Αγαπάτε τον πλησίον σας» και το «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» ενώ ουδεμία σχέση έχει με τη στάση των πρώτων μαρτύρων του Χριστιανισμού.
Έχει την δικαιοδοσία ο Επίσκοπος, αν είναι πραγματικά εκπρόσωπος του Χριστού επί της γης, να σκέφτεται και να πράττει αυτά ακριβώς που απαγορεύει ο ιδρυτής της θρησκείας του; Ο επίσκοπος πρέπει να προσπαθεί να καταπραΰνει το άκρατο πολεμικό μένος και όχι να το ευλογεί ή, όπως γίνεται πολλές φορές. να το υποδαυλίζει και να το προκαλεί. Ο εκπρόσωπος του Χριστού επί της Γης θα πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να ελαχιστοποιεί την βιαιότητα, την ακρότητα, την ωμότητα, και να την κρατάει στο πλαίσιο της άμυνας και της φυσικής επιβίωσης.
Και τελικά, αλίμονο στους λαούς που έχουν την ανάγκη αγιασμού των όπλων τους προκειμένου να υπερασπίσουν την ελευθερία τους και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας τους. Το παράδειγμα του Ισραήλ διδάσκει ότι όταν η ελευθερία ενός λαού επαφίεται μόνο στη δύναμη του θεού ακολουθούν χιλιάδες χρόνια σκλαβιάς. Η ελευθερία και η ανεξαρτησία έρχεται μόνο όταν οι άνθρωποι αποφασίσουν να διεκδικήσουν την ελευθερία και την ύπαρξή τους ενάντια, όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και τη θέληση εκείνων των θεών που του παρουσιάζονται με ανθρωπογενή χαρακτηριστικά και παρορμήσεις.
Ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις του Μ. Μπέγζου, καθηγητή της θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, για την θεμελιακή αλλοίωση βασικών πολιτισμικών εννοιών. Αναφέρει ειδικότερα ο Μ. Μπέγζος4: «…Σειρά θεμελιακών εννοιών, σαν το καλό και το κακό, το βάρβαρο και το πολιτισμένο, το άγριο και το ήμερο, έχουν διαστραφεί… Μάθαμε να θεωρούμε ως δήθεν καλούς όλους τους λευκόδερμους επιδρομείς που με την ισχύ των πυροβόλων όπλων επιβάλλουν το συμφέρον τους πάνω στους αδύναμους από την άποψη της πολεμικής τέχνης ερυθροδέρμους οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως κακοί. Το καλό και το κακό αντιστρέφονται και διαστρέφονται. Οι αυτόχθονες που εκδιώκονται από τους πάνοπλους επιδρομείς θεωρούνται βάρβαροι, ενώ οι άποικοι (ληστές, καταπατητές, καταζητούμενοι, κακοποιοί) χρίονται πολιτισμένοι»
Τα όπλα αυτών των «καλών» και πολιτισμένων ευλογεί στις περισσότερες των περιπτώσεων η διοικητική δομή των χριστιανικών εκκλησιών.