Και μόνο στο άκουσμα του ονόματός της – Κωνσταντινούπολη – το μυαλό ανακαλεί μορφές όπως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Ιουστινιανός, μνημεία όπως η Αγία Σοφία και τα τείχη του Θεοδοσίου, ναυμαχίες με πρωταγωνιστές το υγρό πυρ και τη μεγάλη αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου. Εικόνες και πρόσωπα, δηλαδή, που συνδέονται με το βυζαντινό παρελθόν της. Πόσοι εξ ημών όμως γνωρίζουμε ότι στη σημερινή Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχει βυζαντινό μουσείο με ευρήματα από την πιο λαμπρή περίοδο της ιστορίας της και ότι όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα των βυζαντινών χρόνων που έχουν έρθει ως τώρα στο φως δεν αντιστοιχούν ούτε στο 1% της επιφάνειας του ιστορικού της τριγώνου; Γεγονός που καθιστά κατά συνέπεια την αναπαράσταση της εικόνας της πόλης από την ίδρυσή της, τον 4ο αι., έως την άλωσή της, τον 15ο αι., να είναι σχεδόν αδύνατη, τουλάχιστον με βάση τα υλικά κατάλοιπα.
Την ανατροπή σε αυτό το δεδομένο, και μάλιστα με τρόπο εύληπτο, κατά το δυνατό ακριβή και γεμάτο χρώματα, επιχειρεί ο αρχιτέκτονας, ερευνητής και γέννημα – θρέμμα Κωνσταντινουπολίτης Γεώργιος Αναπνιώτης σε έναν ογκώδη τόμο, αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας στα υλικά δεδομένα, στις γραπτές πηγές της βυζαντινής περιόδου, σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σχετικά με την τεχνολογία, αλλά και στη βιωματική γνώση των τοπογραφικών, γεωμορφολογικών, υδατογραφικών και κλιματολογικών συνθηκών της πόλης. Ερευνα που δεν καταγράφηκε μόνο με λέξεις στις 592 σελίδες του βιβλίου «Αναζητώντας τη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, Αστεοδομία – Αρχιτεκτονική – Τεχνολογία» (εκδ. Τσουκάτου), αλλά κυρίως επιχειρήθηκε να εικονοποιηθεί μέσα από εκατοντάδες έγχρωμα κατά κύριο λόγο σχέδια του συγγραφέα, τα οποία φιλοδοξούν να αναπαραστήσουν την όψη, τη φυσιογνωμία και το αστικό τοπίο της Πόλης στο σύνολό τους. Μιας πόλης που, σύμφωνα με τον Γεώργιο Αναπνιώτη, «θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο και μοναδικό κέντρο τεχνολογικών εφαρμογών από το τέλος της ύστερης αρχαιότητας μέχρι την Αναγέννηση».
Πληροφορίες
Σε κάθε σελίδα – από την εισαγωγή κιόλας – οι πληροφορίες παρατίθενται με καταιγιστικό ρυθμό και είναι δύσκολο ακόμη κι ο πιο αδιάφορος αναγνώστης να μην εντοπίσει τη δική του Σειρήνα ανάμεσα στα κεφάλαια (που μπορούν να διαβαστούν και μεμονωμένα ως λήμματα μιας εγκυκλοπαίδειας) και τα εντυπωσιακά, πανοραμικά σχέδια. Συγκριτικά στοιχεία, γοητευτικές λεπτομέρειες που αναδεικνύουν τη διαχρονική χρήση των διαφόρων περιοχών, πίνακες με τα γνωστά επαγγέλματα ανάλογα με την περιοχή κι άλλοι με τις εκκλησίες που εξαφανίστηκαν μέσα στο ιστορικό τρίγωνο, σημαντικά δημόσια έργα, θεσμοί υγείας, αλλά και τεχνολογικά μυστικά που αφορούν, επί παραδείγματι, το υγρό πυρ και τον δρόμωνα (το πολεμικό πλοίο-καμάρι του βυζαντινού ναυτικού) περιλαμβάνονται ανάμεσα στις πληροφορίες που παρατίθενται στο βιβλίο, από τις οποίες σταχυολογούμε ενδεικτικά ορισμένες που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να καλύψουν το εύρος της έρευνας.
Από κωμόπολη σε μεγαλούπολη. Το αρχαιοελληνικό Βυζάντιο (658 π.Χ. – 196 μ.Χ.), στην πλατεία του οποίου Θράκιον – πλάι σε μία από τις πύλες του λιμανιού που οδηγούσε στη Θράκη – κατέλυσε ο ελληνικός μισθοφορικός στρατός του Ξενοφώντα κατά την Κάθοδο των Μυρίων το 400 π.Χ., είχε έκταση 700 στρεμμάτων και πληθυσμό 50.000 κατοίκων, ενώ η πόλη του Κωνσταντίνου έκταση 7.000 στρεμμάτων και πληθυσμό 150.000 κατοίκων. Στα χρόνια δε του Ιουστινιανού, την εποχή που ανεγέρθηκε η Αγία Σοφία, ο πληθυσμός της πόλης, που ήδη είχε καταλάβει 13.500 στρέμματα, άγγιζε τους 600.000 κατοίκους.
Μεγάλη Οδός του Πέραν. Ο γνωστός εμπορικός πεζόδρομος Ιστικλάλ, που σημαίνει Ανεξαρτησία, έχει προέλθει από παλιό μονοπάτι και αποτέλεσε τμήμα της διόλκου, του ξύλινου διαδρόμου πάνω στον οποίο σύρθηκαν οι 70 μικρές γαλέρες του σουλτάνου Μεχμέτ Β’ το 1453 για να καθελκυστούν μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
Η Μεγάλη Αλυσίδα. Από τα κομβικά σημεία της έρευνας, που θα μπορούσε να κυκλοφορήσει και ως αυτόνομο βιβλίο, επιχειρεί να προσεγγίσει αυτόν τον άγνωστο στις λεπτομέρειές του αμυντικό μηχανισμό προστασίας του Κεράτιου Κόλπου και να αποκαταστήσει δύο ιστορικές ανακρίβειες. Πρώτον, δεν υπήρξαν δύο, αλλά μόνο μία αλυσίδα. Και δεύτερον, δεν παραβιάστηκε ποτέ, ούτε κατά την άλωση το 1453. Η αλυσίδα στη μία της πλευρά ήταν αναρτημένη σε πύργο που βρισκόταν 250 μ. μακριά από τη σημερινή γέφυρα του Γαλατά και στην άλλη, στον λεγόμενο Πύργο του Ευγενίου, που δεν υφίσταται πλέον. Είχε μήκος 750 μ. και στηριζόταν επιπλέον σε οκτώ πλωτήρες, δημιουργώντας ένα αδιαπέραστο φράγμα. Το βάρος κάθε κρίκου υπολογίζεται σε 550 κιλά και συνολικά της αλυσίδας σε 582 τόνους.
Πηγή: in.gr