Του Δρ. Ζήση Δημητριάδη
Η καρδιά μας χτυπά περίπου 100.000 φορές την ημέρα, αντλώντας περίπου 7.000 λίτρα αίματος στο σώμα μας, για να παρέχει σε όλα τα όργανα το απαραίτητο για τη λειτουργία τους οξυγόνο. Στη λειτουργία της καρδιάς συμβάλλουν οι 4 καρδιακές κοιλότητες: ο δεξιός και αριστερός κόλπος, καθώς και η δεξιά και αριστερά κοιλία.
Οι καρδιακές κοιλότητες χωρίζονται από τέσσερις βαλβίδες: την τριγλώχινα, την πνευμονική, τη μιτροειδή και την αορτική βαλβίδα. Αυτές οι βαλβίδες ρυθμίζουν τη ροή του αίματος μεταξύ των καρδιακών κοιλοτήτων και των συνδεόμενων με αυτές αγγείων, επιτρέποντας τη ροή του αίματος προς τη σωστή κατεύθυνση και εμποδίζοντάς το να κατευθυνθεί “προς τα πίσω”.
Αναφερόμαστε σε βαλβιδοπάθεια (βλάβη της καρδιακής βαλβίδας), αν η βαλβίδα της καρδιάς δεν κλείνει σωστά (ανεπάρκεια βαλβίδας) ή έχει γίνει πολύ στενή (στένωση βαλβίδας), λόγω κάποιας ασθένειας ή απλά ως αποτέλεσμα εκφυλισμού. Ανάλογα με τη σοβαρότητα του ελαττώματος της βαλβίδας, τα κλινικά συμπτώματα αναπτύσονται βαθμιαία ή και οξέως (δύσπνοια κατά τη διάρκεια της άσκησης, αίσθημα ταχυκαρδίας, ταχεία κόπωση και ζάλη).
Η διάγνωση μιας βαλβιδοπάθειας σήμερα γίνεται κυρίως με υπερηχογράφημα της καρδιάς. Η απόφαση για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί μια βαλβιδοπάθεια, δηλαδή είτε συντηρητικά με φαρμακευτική αγωγή, είτε με αντικατάσταση με νέα, λειτουργική βαλβίδα (χειρουργικά ή με καθετήρα) πρέπει να παίρνεται σε ατομική βάση. Ωστόσο, τα κλινικά συμπτώματα δεν αποτελούν το μόνο κριτήριο για την ανάγκη παρέμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ασθενείς παραμένουν ασυμπτωματικοί, παρόλο που έχουν σοβαρή βαλβιδοπάθεια. Εάν το πρόβλημα δεν διαγνωστεί έγκαιρα, τότε χάνεται και η δυνατότητα να αντιμετωπιστεί την ιδανική χρονική στιγμή.
Δεδομένου ότι η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι μια από τις πιο συχνές βαλβιδοπάθειες που εμφανίζονται με την πρόοδο της ηλικίας, στο άρθρο αυτό θα επικεντρωθούμε στη θεραπεία αυτής της πάθησης.
Υπάρχουν δύο επιλογές για την αποκατάσταση της στένωσης της αορτικής βαλβίδας:
- Η χειρουργική θεραπεία
- Η επεμβατική θεραπεία
Η χειρουργική θεραπεία
Στην περίπτωση χειρουργικής αποκατάστασης της στένωσης αορτικής βαλβίδας, υπάρχει μόνο μία επιλογή: η αντικατάσταση της πάσχουσας βαλβίδας με μία νέα. Μια ανακατασκευή (όπως στην περίπτωση της ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας) δεν είναι δυνατή στην περίπτωση αυτή.
Στην κλασική της μορφή πρόκειται για μια χειρουργική επέμβαση «ανοιχτού θώρακα», κατά την οποία, σε περίπτωση που ταυτόχρονα πάσχουν και τα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς, πρέπει να πραγματοποιηθεί και αορτοστεφανιαία παράκαμψη (το γνωστό σε όλους μας „bypass”). Επομένως, πριν από την επέμβαση, θα πρέπει να πραγματοποιείται στεφανιογραφία για να ελέγχεται εκ των προτέρων η κατάσταση των στεφανιαίων αγγείων και να προγραμματίζεται η όλη χειρουργική διαδικασία. Αν δεν υπάρχει ανάγκη παράκαμψης, τότε η διαδικασία μπορεί να πραγματοποιηθεί με ελάχιστα επεμβατική χειρουργική μέθοδο μέσω ενός μικρού ανοίγματος είτε στο πάνω μέρος του στέρνου, είτε στο διάστημα μεταξύ του 2ου και 3ου πλευρού.
Εάν η επέμβαση πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην κλασική της μορφή («ανοιχτός θώρακας»), τότε αυτό επιτυγχάνεται με το χειρουργικό άνοιγμα του θώρακα και τη χρήση μιας μηχανής εξωσωματικής κυκλοφορίας. Η καρδιακή λειτουργία διακόπτεται με χρήση φαρμακευτικών ουσιών και η μηχανή εξωσωματικής κυκλοφορίας αναλαμβάνει τον ρόλο της καρδιάς και της κυκλοφορίας του αίματος. Το αίμα εκτρέπεται στη μηχανή εξωσωματικής κυκλοφορίας, η οποία οξυγονώνει το αίμα και στη συνέχεια το επαναπροωθεί πίσω στο σώμα του ασθενούς. Στο τέλος της επέμβασης διακόπτεται η χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών και η λειτουργία της καρδίας επανέρχεται στο φυσιολογικό.
Η επεμβατική θεραπεία
Επεμβατική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας με χρήση καθετήρα (TAVI)
Ως εναλλακτική μέθοδο της χειρουργικής επέμβασης, η νέα βαλβίδα μπορεί να εμφυτευθεί κάνοντας χρήση ενός ειδικού καθετήρα που τοποθετείται μέσω μιας αρτηρίας από το πόδι (μηριαία αρτηρία). Η νέα βαλβίδα είναι ραμμένη πάνω σε ένα μεταλλικό πλέγμα, διπλωμένη και συμπιεσμένη πάνω στον ειδικό καθετήρα, ο οποίος προωθείται μέσω της μηριαίας αρτηρίας και της αορτής μέχρι το σημείο της πάσχουσας βαλβίδας όπου και εμφυτεύεται. Μετά από μερικές ημέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας, ο ασθενής μπορεί να κινητοποιηθεί στο νοσηλευτικό τμήμα και να πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο μέσα σε μια εβδομάδα.
Αυτή η τεχνική έχει κάποια πλεονεκτήματα σε σχέση με την χειρουργική μέθοδο: το στέρνο δεν ανοίγεται και δεν υπάρχει ανάγκη για διακοπή της λειτουργίας της καρδιάς και τη χρήση μηχανής εξωσωματικής κυκλοφορίας. Επομένως, είναι ευκολότερο για ορισμένους ηλικιωμένους ή σοβαρά πάσχοντες ασθενείς να ανταπεξέλθουν σε αυτή την ηπιότερη μορφή αντικατάστασης παρά στην χειρουργική επέμβαση. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακόμα δεδομένα από μελέτες για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτής της μεθόδου αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας, πρέπει αυτή να προτείνεται σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας ή σε βαριά ασθενείς ανεξάρτητα από την ηλικία τους.
Βιολογική ή μηχανική βαλβίδα;
Δύο παράμετροι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην απόφαση: η ηλικία και ο κίνδυνος αιμορραγίας. Οι βιολογικές βαλβίδες (που παρασκευάζονται από τις βαλβίδες των χοίρων ή το περικάρδιο των βοοειδών) έχουν χαμηλότερη διάρκεια ζωής, περίπου 15 χρόνια σε σύγκριση με τις μηχανικές βαλβίδες. Οι μηχανικές βαλβίδες από την άλλη απαιτούν τη χρήση αντιπηκτικής αγωγής, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή λειτουργία τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για αιμορραγία.
Με άλλα λόγια, για τους νεότερους ασθενείς (ηλικία <65 ετών), η μηχανική βαλβίδα είναι η καλύτερη επιλογή, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει κάποιος ιδίαιτερα αυξημένος κίνδυνος να αιμορραγήσει ο ασθενής όταν θα λάβει την αντιπηκτική θεραπεία. Για τις νέες γυναίκες που επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά, η επιλογή μιας βιολογικής βαλβίδας πρέπει να συζητηθεί σοβαρά λόγω των τερατογόνων προβλημάτων της αντιπηκτικής αγωγής και του κινδύνου αιμορραγίας κατά τη γέννα.
Ο κ. Ζήσης Δημητριάδης είναι επίκουρος καθηγητής επεμβατικής καρδιολογίας στο του Mainz (Universitätsmedizin der Johannes Gutenberg-Universität Mainz).
Γεννήθηκε στην Κοζάνη και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, όπου και φοίτησε στην Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης.
Ξεκίνησε τις ιατρικές του σπουδές στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης στην Αλεξανδρούπολη και τις ολοκλήρωσε στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.
Μετά από δέκα χρόνια εξειδίκευσης στο μεγαλύτερο καρδιολογικό και καρδιοχειρουργικό κέντρο της Ευρώπης, στο Bad Oeynhausen, όπου ειδικεύτηκε στην Καρδιολογία και εργάστηκε ως επιμελητής, συνέχισε την πορεία του στο πανεπιστήμιακό νοσοκομείο του Mainz όπου εδώ και 3 χρόνια εκτελεί χρέη υποδιευθυντή του Τμήματος της Επεμβατικής Καρδιολογίας, έχοντας πλούσιο κλινικό και ακαδημαϊκό έργο.
Ολοκλήρωσε την διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης και παράλληλα έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα Οικονομικά και τη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας παίρνοντας τον τίτλο ΜΗΒΑ από το πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης.
Το 2014 βραβεύτηκε με ερευνητική υποτροφία από το πανεπιστήμιο του Bochum.