Δρ Μάνος Δανέζης, Αστροφυσικός,
Μέλος του Σώματος Ομοτίμων Καθηγητών του ΕΚΠΑ
Το κείμενο το οποίο ακολουθεί είναι μια πολύ μικρή περίληψη μέρους της πρότασης η οποία αποστάλθηκε στο Υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο του Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία στις 4 Ιανουαρίου 2016. Το πλήρες κείμενο μπορεί να αναζητηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας στα κατατεθέντα κείμενα – προτάσεις για τον Εθνικό διάλογο για την Παιδεία ( https://goo.gl/ojd9WY)
Παιδεία και Εκπαίδευση
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η παγκόσμια εκπαίδευση βρίσκεται σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης, η οποία δεν είναι παρά η έκφραση μιας παράλληλης παγκόσμιας κοινωνικής κρίσης αξιών και ιδεών. Το εκπαιδευτικό λοιπόν πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό (δηλαδή μόνο πρόβλημα δαπανών), αλλά κυρίως πρόβλημα αξιών, που άλλες χάνονται, άλλες αμφισβητούνται και άλλες γέννιονται μέσα στη συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνία μας. Είναι η εξωτερίκευση μιας γιγαντιαίας σύγκρουσης ανάμεσα στην κοινωνική δομή που πεθαίνει και σ’ αυτήν που γεννιέται.
Το κύριο ερώτημα μέσα από το οποίο διαφαίνεται η κρίση αυτή είναι: «Μέσω της Παιδείας μας θα δομήσουμε ένα σύστημα αξιών, που μέσω της οικονομικής ανάπτυξης, θα στοχεύει στη δόμηση μιας κοινωνίας Ανθρώπων ή πρέπει η οικονομική ανάπτυξη να είναι αυτοσκοπός, στο βωμό της οποίας θα πρέπει να θυσιάσουμε μέρος ή και το όλο των ανθρώπινων αξιών;»
Επί πλέον θα πρέπει επί τέλους να τονιστεί η διαφοροποίηση μεταξύ των εννοιών της Παιδείας και της Εκπαίδευσης. Αυτό που αρχικά είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποκατασταθεί μια νέα ουμανιστική κοινωνική ηθική, είναι η Παίδευση και όχι μόνο η Εκπαίδευση του πολίτη. Στην «εκπαίδευση» ο πολίτης οφείλει το ζην αλλά στην Παιδεία το ευ-ζην.
Και τελικά δεν πρέπει αν ξεχνάμε ότι το αντίστοιχο Υπουργείο ονομάζεται Υπουργείο Παιδείας και όχι Εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση, όπως την εννοεί σήμερα η κοινωνία, αποψιλωμένη από την έννοια της Παιδείας και ενσωματωμένη απλά στην διαδικασία εξεύρεσης εργασίας, σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ότι ανήκει περισσότερο, ως αντικείμενο, στο Υπουργείο Εργασίας και Απασχόλησης και λιγότερο στο Υπουργείο Παιδείας.
Το σχολείο χθες και σήμερα
Ας δούμε όμως ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνου του σχολείου που λέμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε.
Αυτό που χαρακτηρίζουμε σχολείο του χτες, δουλεύοντας με προγράμματα που δεν επέτρεπαν παρεκκλίσεις και πρωτοβουλίες, μη ευνοώντας τη συνεργασία μαθητών και καθηγητών, στόχευε σε μια μηχανιστική διανοητική ανάπτυξη του αυριανού πολίτη, θεωρώντας τον εξάρτημα μιας κάποιας προκαθορισμένης κοινωνικής μηχανής.
Ο Έριχ Φρομ στη «Υγιή Κοινωνία» αναφέρει:
«Το κοινωνικοπολιτικό μας σύστημα χρειάζεται ανθρώπους που πειθαρχούν στις εντολές του, ανθρώπους που ακολουθούν δίχως αντίρρηση, ανθρώπους που να καταναλώνουν όλο και πιο πολλά αγαθά. Χρειάζεται ανθρώπους με γούστα τυποποιημένα, ανθρώπους που να επηρεάζονται εύκολα, ανθρώπους που οι ανάγκες τους να μπορούν να υπολογιστούν από πριν.
Η κοινωνία μας χρειάζεται ανθρώπους που πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, άσχετα αν εκτελούν πειθήνια όλα όσα οι άλλοι απαιτούν από αυτούς, ανθρώπους που προσαρμόζονται δίχως αντίρρηση στον κοινωνικό μηχανισμό και κατευθύνονται χωρίς τη χρήση βίας, ανθρώπους που άγονται και φέρονται χωρίς προσανατολισμό και στόχους, κι όλα αυτά υποτίθεται πως γίνονται για το καλό της κοινωνίας».
Κύριος στόχος της εκπαιδευτικής πράξης σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα είναι να ετοιμάσει τους νέους, προκειμένου να αναλάβουν τις μελλοντικές τους ευθύνες και να επιτύχουν στη ζωή τους, στα πλαίσια ενός μοντέλου κοινωνίας απ’ αρχής καθορισμένου και απαράβατου. Μέσο για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η απόκτηση ενός όγκου πληροφοριών και έτοιμων μορφών γνώσης. Συγχρόνως, γίνεται προσπάθεια δημιουργίας ενός προτύπου συμπεριφοράς για το μαθητή με κύρια
χαρακτηριστικά την αποδοχή και υπακοή.
Το σχολείο, αρχίζοντας από τη θέση «οι μικρότεροι υπακούουν τους μεγαλύτερους» ασχέτως αν αυτοί έχουν δίκιο, προετοίμαζεi το παιδί για το μελλοντικό «οι κατώτεροι υπακούουν τους ανώτερους» σε όλα τα κοινωνικά, διοικητικά και επιστημονικά επίπεδα.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, το βιβλίο είναι ο εκπρόσωπος της σοφίας του παρελθόντος και ο δάσκαλος ο μεσολαβητής μέσω του οποίου ο μαθητής υποτίθεται ότι θα φτάσει στη γνώση. Μάθηση στο σύστημα αυτό σημαίνει αφομοίωση όλων όσων έχουν γραφτεί στα εγκεκριμένα βιβλία και το μυαλό των εκπαιδευτικών. Εκείνο το οποίο μαθαίνεται, θεωρείται ως στατικό, έτοιμο, τελειωμένο, χωρίς να δίνεται σημασία στον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε ή τις
αλλαγές που σίγουρα θα υποστεί στο μέλλον. Είναι το πολιτιστικό προϊόν των κοινωνιών που προϋποθέτουν ότι το μέλλον θα είναι όμοιο με το παρελθόν, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι στον κόσμο που ζούμε, η αλλαγή είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Το 1978 σε μια διεθνή διάσκεψη που έγινε στο Βελιγράδι, υπό την αιγίδα του ΟHE, διατυπώθηκε η «χάρτα του Βελιγραδίου» στην οποία υπογραμμίζεται:
«…Η αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι βασική για την εγκαθίδρυση μιας νέας ηθικής όσον αφορά την ανάπτυξη και την οικονομική τάξη. Οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί υπεύθυνοι μπορούν να θεσμοθετήσουν αλλαγές, αλλά δεν θα είναι παρά λύσεις βραχυπρόθεσμες, αν δεν δώσουμε στην παγκόσμια νεολαία μιας νέας ποιότητας εκπαίδευση.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η δημιουργία νέων και αποδοτικών σχέσεων μεταξύ μαθητών και διδασκόντων, μεταξύ σχολείου και κοινότητας, μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της κοινωνίας στο σύνολό της».
Σήμερα δεχόμαστε την εκπαίδευση ως ένα όργανο που θα επιτρέψει στο μαθητή να αποκτήσει την απαιτούμενη εμπειρία που θα τον βοηθήσει να ενταχθεί χωρίς πρόβλημα στο κοινωνικό σύνολο και να συνεργασθεί για το καλό όλων.
Είναι όμως αδύνατο αυτή η εμπειρία να αποκτηθεί μόνο μέσω θεωρητικών γνώσεων, μέσα στους τέσσερις τοίχους του σχολείου, αποκομμένη από το χώρο δουλειάς και ζωής της κοινότητας.
Βλέποντας, λοιπόν, την εμπειρία σαν το κύριο μέσο για το πέρασμα της γνώσης, πιστεύουμε ότι αυτό που πρωταρχικά πρέπει να εξετάσουμε είναι οι κοινωνικοί παράγοντες που συντελούν στο σχηματισμό της, μιας και όλες οι εμπειρίες δεν είναι εποικοδομητικές, ενώ αυτή καθ’ εαυτή η λέξη επιδέχεται πολλών ερμηνειών και, εν τέλει, στο όνομά της ήταν δομημένο το σημερινό αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Στο δρόμο της εκπαιδευτικής αλλαγής
Βρισκόμαστε λοιπόν καταμεσής του δρόμου της μετάβασης από ένα αυταρχικό σχολείο σε ένα μελλοντικό ανοικτό σχολείο. Αυτό που θα πρέπει να ξέρουμε, βαδίζοντας το δρόμο αυτό, είναι ότι κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς μας, θα υπάρξει ένα πλέγμα από δύσκολα, πλην όμως πραγματικά και συγκεκριμένα προβλήματα, που μπορούν να λυθούν μόνο αν τεθούν και δουλευτούν κάτω από πραγματικές συνθήκες για μια ολόκληρη περίοδο και αντιμετωπιστούν κάτω από τις
ειδικές συνθήκες κάθε περιοχής. Το γεγονός αυτό μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα μεταβατικά εκπαιδευτικά βήματα που θα πρέπει να γίνουν, είναι δυνατόν να είναι ποιοτικώς διαφορετικά από «φαινομενικά» ανάλογα βήματα τα οποία έκαναν άλλες χώρες που προηγήθηκαν στον ίδιο δρόμο. Εκτός αυτού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, με το να βάλουμε απλά σαν στόχο την αντικατάσταση του παλαιού σχολείου, δεν δημιουργούμε αυτόματα το σύνολο των προϋποθέσεων που απαιτούνται, προκειμένου να το διαδεχθεί το νέο σχολείο. Αυτό θα γίνει μόνο όταν θα
συγκεντρωθούν επίσης όλες οι ιδεολογικοπολιτικές προϋποθέσεις αυτής της διαδοχής, γεγονός που μπορεί να συμβεί νωρίτερα ή αργότερα, ανάλογα με τη δομή των συνθηκών, για τη δημιουργία των οποίων είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι και όχι μόνο η οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Η εκπαιδευτική αλλαγή ως θεσμός
Ένα άλλο σημείο, στο οποίο θα πρέπει να συμφωνήσουμε, είναι ότι μια γνήσια και ουσιαστική εκπαιδευτική αλλαγή είναι ένα βασικό θεσμικό μέτρο, που έχει μια σημαντική στρατηγική σημασία για τη λειτουργία μιας νέας κοινωνικής δομής. Ως θεσμός πρέπει να στηρίζεται στην κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, την ανάλυση των κοινωνικών αντιθέσεων, την επισήμανση των ιδεολογικών διαφορών.
Τα συμπεράσματα από την κατανόηση της πραγματικότητας πρέπει να τα εντάξουμε στη διαλεκτική της μεταβατικής περιόδου και να ιεραρχήσουμε την τακτική μας και τις ανάγκες, σε τρόπο ώστε να εναρμονίζονται με τους στρατηγικούς μας στόχους.
Κάθε επί μέρους στόχος πρέπει να δένεται οργανικά σε ένα συνολικό σχέδιο ριζικής αλλαγής. Είτε σαν βραχυπρόθεσμοι, είτε σαν ενδιάμεσοι, οι στόχοι αυτοί πρέπει να αποτελούν μέρος μιας συνολικής διαδικασίας και όχι αυτοσκοπό.
Οι στόχοι και οι ανάγκες πρέπει να προγραμματίζονται και να ιεραρχούνται σε άμεση αλληλεπίδραση με την κοινωνική δυναμική και να εξασφαλίζουν την πλατιά κοινωνική συμπαράσταση και συμμετοχή.
Αυτό, όμως, που θα πρέπει να τονίσουμε, είναι ότι η ενεργητική συμμετοχή της κοινωνίας δεν μπορεί να αναμένεται αυτόματα ή να στηρίζεται αποκλειστικά σε ιδεολογικές ερμηνείες ή συναισθηματικές εξάρσεις.
Η ανάλυση και η εφαρμογή μιας νέας εκπαιδευτικής διαδικασίας στην πράξη έχει τεράστια σημασία. Απαιτεί συγκεκριμένη δουλειά και κατάλληλη μεθόδευση στη δοσμένη κάθε φορά πραγματικότητα. Ένας νέος εκπαιδευτικός θεσμός δεν μπορεί να σταθεί αφηρημένα με συνθήματα και ιδεολογικές εξάρσεις. Στην εφαρμογή του θα πρέπει να στηριχθεί στις παραγωγικές δυνάμεις και να συνδεθεί με τις παραγωγικές σχέσεις.
Χωρίς την οργανική σύνδεσή του με τη δοσμένη υλική πραγματικότητα, κάθε προσπάθεια εκπαιδευτικής αλλαγής θα παραμείνει αφηρημένη και μη λειτουργική, με μοιραίο αποτέλεσμα να μείνει ανενεργή και να συρρικνωθεί. Αντίθετα οι νέες εκπαιδευτικές διαδικασίες θα αποκτήσουν σημασία και θα επιτελέσουν το ρόλο τους, όταν συνδεθούν ουσιαστικά με τις υλικές συνθήκες παραγωγής.
Το πρόβλημα της Ελευθερίας και του Κοινωνικού Ελέγχου.
Όμως, όπως αναφέραμε και προηγουμένως το σχολείο σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο, δεν έχει ως βασικό του μέλημα μια στείρα εκπαίδευση, με στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση του νέου, αλλά την Παιδεία, την διαμόρφωση δηλαδή της προσωπικότητάς του ως πολίτη και ως ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό στα πλαίσια ενός νέου ανθρωπιστικού και δημοκρατικού σχολείου θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν και να επαναδιατυπωθούν οι έννοιες του «Ανθρώπου», του «Πνεύματος» και της «Ελευθερίας».
Η έννοια «Άνθρωπος» είναι συνώνυμη εκείνης του «όλου» και της ενεργητικής σχέσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ των μερών που το αποτελούν. Γι’ αυτό στο σχολείο δεν «συναγωνιζόμαστε», αλλά μαθαίνουμε να «συνεργαζόμαστε». Η έννοια «Άνθρωπος» δεν μπορεί να ταυτιστεί με τις έννοιες του «προσώπου» ή του «ατόμου» οι οποίες εκφράζουν την δογματική διαίρεση του «όλου» και την αποξένωση των συστατικών του.
Η έννοια «Άνθρωπος» είναι εντελώς αντίθετη εκείνων της «κατάτμησης» και της «απομόνωση». Η θεοποίηση του ατόμου και του προσώπου εις βάρος της έννοιας της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης είναι το βασικό χαρακτηριστικό της καταρρέουσας πολιτισμικής δομής των Δυτικών κοινωνιών και έχει επιδράσει καταλυτικά στην κατάρρευση της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ευημερία και η ευτυχία ενός ατόμου, ως μονάδος, τις περισσότερες φορές θεμελιώνεται στην δυστυχία κάποιου άλλου και ενίοτε στη δυστυχία της κοινωνίας ή κάποιων μερών της.
Αυτή την, ήδη παρατηρούμενη, κατάρρευση του δυτικού πολιτισμικού ρεύματος θα πρέπει να την αναχαιτίσει το νέο σχολείο μέσω ενός ελεύθερου από διοικητικά δεσμά δασκάλου.
Μια κοινωνία, η οποία έχει συνειδητοποιήσει όλα τα προηγούμενα, αναγνωρίζει ως βασική αξία της την «ελευθερία» των ανθρώπινων μονάδων, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της ισχυρής ενότητας και της συνεργασίας της κοινωνικής ομάδας. Μέσο κατάκτησης της ελευθερίας, όπως αναφέρει ο καθηγητής Θεολογίας Μάριος Μπέγζος: στο βιβλιο του Νεοελληνική Φιλοσοφία της Θρησκείας, αποτελεί η πνευματικότητα.
Αποτέλεσμα της προηγούμενης διαπίστωσης είναι ότι πρώτη και βασική επιδίωξη του «Ανθρώπου» αλλά και του νέου σχολείου πρέπει να είναι η διασφάλιση και επέκταση της πνευματικότητάς του.
Αυτό όμως που θα πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι το πνεύμα δεν αποτελεί ένα ανεξάρτητο φιλοσοφικό κατηγόρημα, αλλά μια άλλη έκφραση της έννοιας της ελευθερίας η οποία αναπτύσσεται στα πλαίσια της κοινωνικής ενότητας.
Πνευματικός άνθρωπος είναι ο ελεύθερος και κοινωνικοποιημένος άνθρωπος. Ο «Άνθρωπος» στην ιστορική του πορεία αποτελεί τον κύριο φορέα της έννοιας της ελευθερίας μέσω της πνευματικότητάς του.
Βασικός αντίπαλος της κατάκτησης της πνευματικότητας και τελικά της ελευθερίας είναι η έννοια της «ανάγκης» η οποία φιλοσοφικά ταυτίζεται με την έννοια του «κακού». Έτσι, πρακτικός στόχος μιας νέας πολιτισμικής δομής που πρέπει να διδάξει το νέο σχολείο, πρέπει να είναι η μετάβαση από την δουλεία της «ανάγκης» στον κόσμο της «πνευματικότητας» και της «ελευθερίας».
Όμως, η «ανάγκη» είναι αποτέλεσμα και παιδί της ανθρώπινης ή της συμπαντικής φύσης, και των ποικίλων εκδηλώσεών τους και υπόκειται στους νόμους και τους κανόνες της νομοτέλειας και της μοίρας. Η επιστήμη αποκαλύπτει τους φυσικούς κανόνες, αλλά δεν μπορεί να τους αλλάξει. Ως εκ τούτου τους αποδέχεται αναγκαστικά, νομοτελειακά και μοιρολατρικά.
Η πνευματικότητα και τελικά η ελευθερία αποτελούν μια πράξη «ανταρσίας» ενάντια στη «φύση» και τις ανάγκες της και αυτή την ανταρσία ενάντια στις πλαστές και κατευθυνόμενες ανάγκες που επιβάλλει το μάρκετινγ και η κακώς εννοούμενη οικονομία πρέπει να την διδάξει το σχολείο που ονειρευόμαστε.
Όπως αναφέρει και ο Μάριος Μπέγζος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας στο βιβλίο του «Νεοελληνική φιλοσοφία της θρησκείας»: «Πνευματικότητα δεν σημαίνει την εξαΰλωση αλλά την απελευθέρωση. Με το πνεύμα δεν αρνείσαι την ύλη ή το σώμα, αλλά αρνείσαι την ανάγκη και τη δουλεία, τη μοίρα και τη νομοτέλεια, τη σκλαβιά και την υποτέλεια των πλαστών αναγκών».
Όλα τα προηγούμενα δεν αποτελούν νεωτεριστικές ιδέες που πρέπει να διδαχθούν για πρώτη φορά στα σχολεία μας. Είναι οι ιδέες που μας έμαθαν οι δάσκαλοί μας αλλά ξεχάστηκαν μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια της παπαγαλίας με στόχο την βαθμοθηρία και τη σχολική τυποποίησης του μαθητή, με στόχο την κοινωνική ανέλιξή του στα πλαίσια μιας κοινωνίας που μάλλον δεν ικανοποιεί κανέναν.
Διοικητική και νομική ελευθερία*
Πρέπει να αρχίσουμε να θυμίζουμε στις νέες γενιές μέσα στις σχολικές αίθουσες ότι η ουσιαστική έννοια της «Ελευθερίας» δεν πρέπει να συγχέεται με τις έννοιες των διοικητικών και νομικών ελευθεριών μιας κοινωνίας. Οι ελευθερίες αυτές έχουν ως στόχο την οριοθέτηση της κοινωνικής τάξης και όχι την επίτευξη της πνευματικότητας. Αυτό όμως που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι, ένα διοικητικό ή νομικό σύστημα οριοθέτησης της ελεύθερης προσωπικής και κοινωνικής έκφρασης και δράσης μέσα στο σχολείο από μέρους των διοικητικών δομών, πρέπει να μην αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ανθρώπινης πνευματικότητας και της εσωτερικής απελευθέρωσης που είναι ο στόχος της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας.
Βεβαίως είναι γεγονός ότι αποδεχόμενοι να ζήσουμε στα πλαίσια μιας ομάδας, έχουμε αποφασίσει ότι θα δεσμεύουμε ένα μέρος των ελεύθερων αντιδράσεων και κάποιων επί μέρους δευτερευουσών επιλογών και εκφράσεών μας. Στο πρακτικό αυτό επίπεδο, διδακτικός στόχος μιας νέας εκπαιδευτικής φιλοσοφίας αλλά και δομής πρέπει να είναι η δημιουργία μιας δύναμης αυτοελέγχου η οποία δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί αυτόματα με την απλή κατάργηση κάθε εξωτερικού ελέγχου.
Πρέπει το σχολείο να πείσει τους νέους ότι θα ήταν καταστροφικό, αν ξεφεύγοντας από την εξουσία κάποιου άλλου ανθρώπου, βρεθούμε στο έλεος των παρορμήσεών μας. Ένας άνθρωπος που η ζωή και οι πράξεις του ηγεμονεύονται από αυτές τι δυνάμεις, δεν έχει παρά την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθερος, ενώ στην ουσία άγεται και φέρεται από δυνάμεις που δεν ελέγχει.
Το κύριο πρόβλημά κάθε «Ανθρώπου» θα πρέπει να είναι το πως θα μπορέσει να αναβάλλει την άμεση πραγματοποίηση μιας έντονης επιθυμίας, που ίσως ξεπερνάει την εκτίμηση των συνεπειών που θα ακολουθήσουν την πραγματοποίησή της, μέχρι να παρεμβληθεί η παρατήρηση και η κρίση.
Το βαθύτερο νόημα της έννοιας της διοικητικής και νομικής ελευθερίας συνδέεται άμεσα με την έννοια της πνευματικότητας, η οποία εκφράζεται ως μια εσωτερική δύναμη να βάζουμε σκοπούς και να τους πραγματοποιούμε.
Πέρα όμως από τον προηγούμενο, επαναπροσανατολισμό της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας, σε πρακτικό επίπεδο, ίσως πρέπει να γίνουν και κάποιες πολύ γενναίες θεσμικές παρεμβάσεις οι οποίες απαιτούν ευρύτερες κοινωνικές συμφωνίες και συμμαχίες.
Κάποιες θεσμικές παρεμβάσεις, σε Ελληνικό επίπεδο
1. Μια πρώτη σκέψη με την οποία ίσως όλοι συμφωνούμε είναι ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό πρόβλημα δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά με ρυθμίσεις επί μέρους θεμάτων που αφορούν κάποια βαθμίδα εκπαίδευσης.
Η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων αποτελεί μιαν άτμητη ενότητα, που πρέπει να αντιμετωπιστεί ενιαία μέσω ενός συνολικού σχεδιασμού. Αυτό είναι επιβεβλημένο, εφ’ όσον δεν αρκεί να βρούμε απλά μια λύση στα επί μέρους προβλήματα, αλλά να εξετάσουμε τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που μπορεί η λύση αυτή να προκαλέσει σε άλλα δομικά στοιχεία του εκπαιδευτικού οικοδομήματος.
2. Ένα δεύτερο θέμα που θα πρέπει με γενναιότητα να αντιμετωπίσουμε είναι το ότι το σχολείο, όπως και το Πανεπιστήμιο, από καθηγητικοκεντρικό που είναι σήμερα πρέπει να γίνει μαθητικοκεντρικό. Στόχος πρέπει να είναι η παροχή της αρίστης παιδείας στους νέους και όχι η χρησιμοποίησή τους προκειμένου να υπηρετηθούν οι οποιεσδήποτε δίκαιες ή όχι κοινωνικές ανάγκες των δασκάλων όλων των βαθμίδων.
Επειδή, όμως, πιστεύουμε ότι το καλύτερο εκπαιδευτικό αύριο δεν δομείται μόνο μέσω ιδεολογικών αναλύσεων, θα θέλαμε να αναφέρουμε «κατ’ αρχή» κάποιες προτάσεις που ίσως θα πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα.
α. Συμβούλιο Χάραξης Εθνικής Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Όπως όλοι μας πρέπει να αναγνωρίσουμε, παρά τις όποιες καλές προθέσεις των οποιονδήποτε κυβερνήσεων και των οποιονδήποτε υπουργών και επιτελών τους, το Υπουργείο Παιδείας και το εκάστοτε επιτελείο που το στελεχώνει, αποτελούν βραχίονες μιας συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης. Με τον τρόπο αυτό, εκφράζει μια συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία ενός μέρους της κοινωνίας. Οι επιλογές αυτές όπως διδάσκει η Ελληνική ιστορία 150 και παραπάνω ετών, σε κάποιες περιπτώσεις δεν εξυπηρετούν το Έθνος και το Λαό αλλά κάποια
περιστασιακά και αμφισβητήσιμα συμφέροντα.
Τα προηγούμενα γεγονότα κάνουν αδύνατη τη συγκρότηση μιας ενιαίας μακροπρόθεσμης εκπαιδευτικής στρατηγικής. Είναι πλέον σε όλους γνωστό, ότι, πολλές φορές, η σύγκρουση έξω-εκπαιδευτικών συμφερόντων οδηγεί σε μια αλλαγή των εκπαιδευτικών κατευθύνσεων και αυτό, όχι μόνο κάθε φορά που υπάρχει αλλαγή κόμματος στην κυβέρνηση, αλλά και κάθε φορά που αλλάζει υπουργός στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Για το λόγο αυτό: «Είναι πλέον καιρός το Υπουργείο Παιδείας και κατ’ επέκταση η Κυβέρνηση, υπό τη γενική τους έννοια ως θεσμοί, να παραχωρήσουν όλες τις αρμοδιότητες σχεδιασμού και ελέγχου υλοποίησης της εκπαιδευτικής στρατηγικής, σε ένα νέο ολιγομελές υπερκομματικό Εθνικό όργανο, το Συμβούλιο Χάραξης Εθνικής Εκπαιδευτικής Πολιτικής το οποίο θα επιλέγεται από την
Βουλή. Στο όργανο αυτό, μέσα από ένα πλέγμα υψηλότατων κοινωνικών και επιστημονικών κριτηρίων, θα μπορούν να συμμετέχουν οι επιφανέστεροι των Ελλήνων, του εσωτερικού ή του εξωτερικού, οι οποίοι κατά τεκμήριο έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάζουν τη μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική στρατηγική του Έθνους μας.
Το όργανο αυτό θα είναι το μόνο υπεύθυνο και υπόλογο απέναντι στη Βουλή των Ελλήνων για το γενικότερο σχεδιασμό και έλεγχο υλοποίησης της Εθνικής Εκπαιδευτικής στρατηγικής.
Η Κυβέρνηση και κατ’ επέκταση το Υπουργείο Παιδείας, θα κρίνονται από το κατά πόσον κατόρθωσαν να προωθήσουν την υλοποίηση και επέκταση του Εθνικού αυτού σχεδιασμού».
β. Θέσπιση θέσης υπερκομματικού Γραμματέα στο YΠEΠΘ
Προκειμένου να υλοποιηθεί ο προηγούμενος σχεδιασμός με τον καλύτερο τρόπο προτείνουμε:
Τη θέσπιση υπερκομματικού Γραμματέα πενταετούς θητείας στο YΠEΠΘ, ο οποίος θα επιλέγεται από τη Βουλή των Ελλήνων, μέσα από κατάλογο περιορισμένου αριθμού καταλλήλων προσώπων που προτείνει το Συμβούλιο Χάραξης Εθνικής Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
γ. Προπαρασκευαστικό πανεπιστημιακό έτος. Σύστημα Εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Επιτέλους ας λήξει αυτό το πρόβλημα.
Συμφωνούμε όλοι ότι το Λύκειο πρέπει να αποτελέσει μια ανεξάρτητη σχολική μονάδα με συγκεκριμένη αποστολή η οποία με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως προπαρασκευαστικό κύκλος για την είσοδο των νέων στις Ανώτατες Σχολές.
Για τον λόγο αυτό προτείνουμε την θεσμοθέτηση προπαρασκευαστικού Πανεπιστημιακού έτους, μετά το τέλος των Λυκειακών σπουδών.
Το έτος αυτό πρέπει να αποτελεί αυτοτελές έτος σπουδών και αυτοτελή διοικητική
μονάδα.
Η εκπαιδευτική αυτή μονάδα μπορεί να έχει διοικητική αυτοτέλεια και στεγάζεται στα κτίρια των Λυκείων ή Γυμνασίων. Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι αίθουσες η διδασκαλία γίνεται τα απογεύματα. Στο σημείο αυτό δεν νομίζουμε ότι θα υπάρξουν παράπονα εφ’ όσον και σήμερα οι μαθητές παρακολουθούν απογευματινά μαθήματα σε ιδιωτικά φροντιστήρια για την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια.
Κατά την διάρκεια αυτού του έτους οι φοιτούντες προσέρχονται σε 2 κύκλους Πανελληνίων εξετάσεων, τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο, σε ένα σύνολο προκαθορισμένων μαθημάτων, με θέματα που καταρτίζονται από την διαπανεπιστημιακή επιτροπή ειδικών, πάντα στο πνεύμα της καθορισμένης ύλης και των συμβουλευτικών εκπαιδευτικών σημειωμάτων.
Βέβαια κάποιος θα θέσει το ερώτημα, δηλαδή προκειμένου ένας νέος να μπει στο Πανεπιστήμιο πρέπει να κάνει 6 συν 6 συν 1 χρόνο, δηλαδή 13 χρόνια?
Η πρότασή μας είναι όχι αν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση γίνει πενταετής όπως γίνεται σε κάποιες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες εδώ και πολλές δεκαετίες.
Ας κρατήσουμε κατά νου αυτή την πρόταση διότι στα πλαίσια της περιλαμβάνει και τις λύσεις πολλών προβλημάτων όπως η ανεργία των δασκάλων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
δ Σύνδεση του περιεχομένου των σπουδών με τις πραγματικές ανάγκες του τόπου
Σήμερα πλέον δεχόμαστε την Εκπαίδευση ως ένα όργανο που θα επιτρέψει στο μαθητή να αποκτήσει την απαιτούμενη εμπειρία που θα τον βοηθήσει να ενταχθεί χωρίς πρόβλημα στο κοινωνικό σύνολο και να συνεργαστεί για το καλό όλων. Είναι όμως αδιανόητο αυτή η εμπειρία να αποκτηθεί μόνο μέσω θεωρητικών γνώσεων, μέσα στους 4 τοίχους του σχολείου αποκομμένη από τους χώρους δουλειάς της κοινότητας.
Είναι ξεπερασμένη πια η ιδέα της από έδρας διδασκαλίας και του παντογνώστη δάσκαλου. Αυτή αντικαταστάθηκε πλέον από την ιδέα του δάσκαλου οδηγητή που κατευθύνει απλά και συμβουλεύει το μαθητή στην αναζήτηση των πηγών μάθησης.
Με βάση τα προηγούμενα προτείνουμε:
1. Άνοιγμα του σχολείου στους ειδικούς της περιοχής.
Σε κάθε μάθημα θα πρέπει να διατίθεται ένας αριθμός ωρών κατά τη διάρκεια των οποίων, κάποιοι ειδικοί, έξω από το καθηγητικό προσωπικό του σχολείου, θα δίνουν διαλέξεις.
Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να βοηθηθεί από τη Λαϊκή Επιμόρφωση και τους Δήμους ή τις Κοινότητες, που θα πρέπει να συγκροτήσουν κατά τόπους ομάδες εθελοντών επιμορφωτών, οι οποίοι θα διατίθενται για το σκοπό αυτό.
Με τον τρόπο αυτό, ο μαθητής θα αποκτά ένα πλούτο πρωτογενούς γνώσης μέσα από την επαφή του με επιστήμονες ή τεχνικούς εξειδικευμένων γνώσεων και θα βοηθηθεί ο επαγγελματικός του προσανατολισμός.
2. Καθιέρωση κατά τη διάρκεια των διακοπών των κατασκηνώσεων ειδικότητας.
Θα πρέπει να συγκροτηθούν άμεσα κατασκηνώσεις ειδικότητας, στελεχωμένες με το κατάλληλο εκπαιδευτικό προσωπικό και υποδομή, όπου τα παιδιά θα μπορούν συγχρόνως με τις διακοπές τους, να ασχολούνται με θέματα των ενδιαφερόντων τους (H/Y, Βιολογία, Χημεία, Οικολογία, Αστρονομία-Διάστημα κλπ).
3. Το Σχολείο Πολιτιστικό κέντρο
Το σχολείο δεν μπορεί πλέον να αποτελεί ένα εκπαιδευτικό γκέτο, κλειστό για την ευρύτερη κοινότητα.
Για το λόγο αυτό προτείνουμε το άνοιγμα του σχολείου στην τοπική κοινότητα και την μετατροπή του σε πολιτιστικό κέντρο τα σαββατοκύριακα, τις εορτές και γενικότερα το χρόνο που δεν λειτουργεί με την παραδοσιακή του δομή.
Μια τέτοια λειτουργία είναι δυνατή και εφαρμόσιμη όπως απέδειξε ο πειραματισμός του ανοιχτού περιβαλλοντικού σχολείου στο γυμνάσιο Βούλας (1982-1985).
δ. Σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα, για να μπορέσουν να εφαρμοστούν οι προηγούμενες προτάσεις που αφορούν στην εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, θα πρέπει επί τέλους να εφαρμοστεί ένα σοβαρό και συνεπές σύστημα σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού. Χωρίς ένα τέτοιο σύστημα στην λογική των υποψηφίων για τα AEI θα συνεχίσει να πρυτανεύει το «ας μπούμε σε μια σχολή
κι ας είναι όποια θέλει».
Μια τέτοια λογική όμως, δημιουργεί μια στρατιά αδιάφορων φοιτητών, που υποβαθμίζουν το επίπεδο των Πανεπιστημιακών σπουδών, και στη συνέχεια δημιουργούν στρατιές μέτριων έως κακών επιστημόνων, που αναζητούν απλά την όποια επαγγελματική τους αποκατάσταση μέσω μιας «σίγουρης θέσης στο Δημόσιο».
Τελειώνοντας το ξετύλιγμα των σκέψεών μου θα ήθελα να επαναλάβω τους τρεις άξονες που μέσα στο μυαλό μου δημιουργούν την έννοια του σχολείου.
Παιδεία, Ελευθερία, Πνευματικότητα.
Αντ’ αυτού το σχολείο που ονειρεύονται κάποιοι πρέπει να προσφέρει βασικά Εκπαίδευση, Κατάρτηση και Τεχνολογία.
Όμως όπως αναφέρει ο Μάριος Μπέγζος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας στο βιβλίο του «Νεοελληνική φιλοσοφία της θρησκείας»:
«Η τεχνολογία υπόσχεται την ελευθερία, αλλά δεν την εγγυάται. Η τεχνική επαγγέλλεται την απελευθέρωση του ανθρώπου από την ανάγκη, αλλά δεν την εξασφαλίζει. Η τεχνοκρατία μπορεί να επιθυμεί ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας, αλλά δεν είναι σε θέση να σιγουρέψει κανέναν μας για μια αίσια έκβαση των εφαρμογών της επιστήμης στην καθημερινή μας ζωή. Υπάρχει κάτι που διαφεύγει από τα όρια της τεχνικής. Αυτό είναι η ανθρώπινη ελευθερία».
Και μην ξεχνάμε αυτό που έγραψε ο Ραμπελέ, Το παιδί δεν είναι ένα βάζο που πρέπει να γεμίσουμε, αλλά μια φωτιά που θα πρέπει να την ανάψουμε.