Ένα ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα υπολογιστή μπορεί να συμβάλει στη διάγνωση διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD) απλά και μόνο αναλύοντας τη φωνή του ασθενούς, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Depression and Anxiety, διαπίστωσε πως το συγκεκριμένο εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να ξεχωρίσει, με ακρίβεια της τάξης του 89%, τις φωνές αυτών που έχουν PTSD από αυτών που δεν έχουν.
«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι χαρακτηριστικά φωνής μπορούν να χρησιμοποιούν για διάγνωση, και με περαιτέρω ανάλυση και επικύρωση, ίσως να μπορούν να αξιοποιηθούν κλινικά στο κοντινό μέλλον» λέει o Τσαρλς Μάρμαρ, senior study author και πρόεδρος του Τμήματος Ψυχιατρικής της Σχολής Ιατρικής του New York University.
Πάνω από το 70% των ενηλίκων ανά τον κόσμο βιώνουν κάποιο τραυματικό γεγονός κάποια στιγμή στη ζωή τους, και σε κάποιες χώρες μέχρι και το 12% των κατοίκων πάσχει από PTSD, βιώνοντας ακραίο άγχος όταν τους υπενθυμίζεται κάποιο γεγονός- «διακόπτης». Οι ερευνητές λένε πως η διάγνωση PTSD τις περισσότερες φορές γίνεται μέσω κλινικής συνέντευξης ή προσωπικής αυτοαξιολόγησης- και στις δύο περιπτώσεις, μεθόδους επιρρεπείς σε λάθη.
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια τεχνική στατιστικού machine learning, ονόματι random forests, που «μαθαίνει» πώς να καταχωρεί άτομα με βάση παραδείγματα. Τέτοιου είδους προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης δημιουργούν «κανόνες αποφάσεων» και μαθηματικά μοντέλα που βελτιώνουν την ακρίβεια λήψης αποφάσεων, όσο η ποσότητα εκπαιδευτικών δεδομένων αυξάνεται.
Οι ερευνητές αρχικά κατέγραψαν πολύωρες συνεντεύξεις διάγνωσης με 53 βετεράνους του Ιράκ και του Αφγανιστάν με PTSD καθώς και με 78 που δεν είχαν PTSD. Τα αρχεία αυτά μετά τροφοδοτήθηκαν σε λογισμικό της SRI International, που απέδωσε συνολικά 40.526 χαρακτηριστικά ομιλίας, στα οποία το πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης αναζήτησε μοτίβα. Εν τέλει, το πρόγραμμα συνέδεσε κάποια μοτίβα με PTSD, όπως λιγότερο καθαρή ομιλία, «μεταλλικό» τόνο κ.α., που είχαν εμπειρικά αναφερθεί ως χρήσιμα κατά τις διαγνώσεις.
Προχωρώντας παραπέρα, οι ερευνητές σκοπεύουν να εκπαιδεύσουν ακόμα περισσότερο το πρόγραμμα και να ζητήσουν έγκριση για κλινική του χρήση.
Πηγή: naftemporiki