*Του Αντώνιου Ν.Ηλία, Αξιωματικού Π.Ν
Τους τελευταίους μήνες έχει κατακλυστεί το διαδίκτυο και γενικά τα Μ.Μ.Ε. με σχόλια,αντιδράσεις,απόψεις και αναλύσεις σχετικά με την επιζήμια για την χώρα μας συμφωνία των Πρεσπών, η οποία σύμφωνα με τις κυβερνητικές δηλώσεις αποτελεί το τέλος της διαμάχης του ονοματολογικού ζητήματος με τους βόρειους γείτονές μας.Όμως….τελικά είναι ;
Αποτελεί γενική παραδοχή ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι μεν μια λύση αλλά όχι και η καλύτερη δυνατή για τη χώρα και τα εθνικά μας συμφέροντα. Η σωρεία των κυβερνητικών σφαλμάτων, που αφετηρία τους έχουν τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, αναφορικά με την ορθή αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος, οδήγησε τις υπερδυνάμεις ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα καθώς και περισσότερες από τις μισές χώρες του πλανήτη, στη διμερή αναγνώριση της συνταγματικής ονομασίας της γείτονος ως ‘’Μακεδονία’’, παρά το γεγονός ότι διεθνώς ίσχυε το όνομα Π.Γ.Δ.Μ. Επιπλέον, ο σφετερισμός της αρχαίας ελληνικής ιστορίας αποτελούσε γεγονός. Αυτό συνάδει με την σκόπιμη παραχάραξη της ιστορίας γενικότερα, που λαμβάνει χώρα στην Βαλκανική χερσόνησο μετά τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.Τα άνωθι αποτέλεσαν τους λόγους, για τους οποίους αν και η ελληνική πλευρά δικαιωματικά συμμετέχοντας σε μια διαπραγμάτευση για την επίλυση της διαμάχης με την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να διατηρεί στρατηγικό πλεονέκτημα, αυτό ποτέ δε συνέβη. Αντιθέτως, ο αντίπαλος με την αναγνώριση των ΗΠΑ στην ατζέντα του, είχε καλύτερη BATNA (Best Alternative to a Negotiation Agreement), γεγονός που μας εξανάγκασε σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Στις διεθνείς σχέσεις το ‘’Δίκαιο’’ καθορίζεται πάντα από τον ισχυρότερο….και στην προκειμένη περίπτωση έχει μεγάλη βαρύτητα το τί αναγνωρίζει η κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να συνδέσει τα εθνικά της συμφέροντα με τα συμφέροντα της υπερδύναμης και να επιτύχει μια καλύτερη συμφωνία, μια συμφωνία που δεν θα περιείχε ‘’επικίνδυνα’’ σημεία, δεν θα υπογραφόταν βιαστικά, δεν θα περιείχε στοιχεία μυστικής διπλωματίας αλλά εθνικής συννενόησης. Άλλωστε δεν πίεζε ο χρόνος τόσο πολύ την δική μας πλευρά….Για μας δεν ετίθετο ζήτημα διάλυσης του κράτους μας αν δεν γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ . Είχαμε ,δηλαδή τακτικό πλεονέκτημα επί της διαπραγμάτευσης, το οποίο δεν εκμεταλλευτήκαμε όσο και όπως έπρεπε. Μπορεί να επετεύχθει με την συμφωνία των Πρεσπών, όπως διατυμπανίζει η ελληνική κυβέρνηση, η μετονομασία του κράτους των Σκοπίων με ‘’σαφή’’ γεωγραφικό διαχωρισμό καθώς και η συνταγματική αναθεώρηση , όμως στο ζήτημα αναγνώρισης ‘’μακεδονικού’’ έθνους και ‘’μακεδονικής’’ γλώσσας ελλοχεύει ένας σύγχρονος ‘’νεοκομιτατζισμός’’.
Πιο αναλυτικά, στην περιοχή της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα είναι γενικά αποδεκτό ότι κατοικούσαν και σλαβόφωνοι πληθυσμοί. Αυτούς αποπειράθηκε η βουλγαρική προπαγάνδα να αφομοιώσει στο πλαίσιο των επιδιώξεων της Βουλγαρίας στην Μακεδονία την χρονική εκείνη περίοδο, πράμα όμως που δεν έγινε αποδεκτό από τους ίδιους διότι δεν αισθάνονταν Βούλγαροι καθώς θρησκευτικά υπάγονταν στο Ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και όχι στην ‘’σχισματική’’ βουλγαρική Εκκλησία.Το βουλγαρικό σχέδιο απέτυχε, καθώς παράλληλα και η ελληνική πλευρά κατάφερε να τους εμφυσήσει την πεποίθηση ότι δεν ήταν εθνικά Βούλγαροι αλλά Σλαβομακεδόνες, με απώτερο στόχο όταν η Μακεδονία απελευθυρωθεί από τον οθωμανικό ζυγό και προσαρτηθεί στην Ελλάδα, να αφομοιωθούν πλήρως από το ελληνικό στοιχείο. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα πληθυσμοί που μιλούν Σλαβικά όπως υπάρχουν και πληθυσμοί που μιλούν Αρβανίτικα, Βλάχικα κλπ. Όλοι αυτοί,όμως, δεν αποτελούν εθνικές μειονότητες διότι υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια από το Διεθνές Δίκαιο που χαρακτηρίζουν μια εθνική ή θρησκευτικά μειονότητα.
Δυστυχώς,οι ιστορικές συγκυρίες μετά τον Β’ ΠΠ, οδήγησαν την συντριπτική πλειοψηφία των σλαβόφωνων αυτών πληθυσμών να μετακινηθούν προς τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, του οποίου άλλωστε δημιούργημα ήταν η ‘’Λαική Δημοκρατία της Μακεδονίας΄΄ ως ομόσπονδο τμήμα του πολυφυλετικού κράτους όπου διοικούσε. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αυτό το τμήμα αποτέλεσε το γειτονικό σε μας κράτος των Σκοπίων ,το οποίο έχουμε σήμερα πλέον αναγνωρίσει ως Βόρεια Μακεδονία (North Macedonia).Το όνομα και πιο συγκεκριμένα ο όρος Μακεδονία, μετά από μια σειρά λανθασμένων χειρισμών σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο όλα αυτά τα χρόνια,συμπεριλαμβάνονταν στην ονομασία Π.Γ.Δ.Μ., την οποία είχαμε ήδη αναγνωρίσει από το 1995, όσο και αν αυτό μας ξενίζει ως Έλληνες. Παρόλα αυτά θα μπορούσε η ελληνική πλευρά να πιέσει περισσότερο, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και να επιτύχει την ονομασία της αεν λόγω χώρας στη σλαβική γλώσσα, με μια λέξη (χωρίς διαχωρισμό). Ένα όνομα, ακριβώς όπως αυτό της Γιουγκοσλαβίας. Άλλωστε ποιος γνωρίζει ότι η λέξη Γιούγκο σημαίνει νότιος στα ρωσικά; Και ποιος είχε δει την Γιουγκοσλαβία να αναφέρεται κάπου ή να ονομάζεται Νοτιοσλαβία ή South Slavia ;
Είναι δεδομένο λοιπόν ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι πολύ δύσκολο πλέον να ακυρωθεί, καθώς έτσι θα πληγεί ανεπανόρθωτα η διεθνής εικόνα της χώρας μας. Θα καταστεί αναξιόπιστη κυρίως ως προς την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, αφού με την στάση αυτή θα στραφεί εντελώς αντίθετα προς τα συμφέροντα τους στην περιοχή των Βαλκανίων. Συνάμα κρίνεται αναγκαίο το κράτος αυτό να συνεχίσει να υπάρχει στα βόρεια σύνορά μας και να μην διχοτομηθεί, διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού που έχει πάρει διαστάσεις στις μέρες μας με την περίπτωση του Κοσόβου. Επιβάλλεται λοιπόν, για λόγους εθνικής ασφαλείας η Ελλάδα να μετατρέψει το κράτος των Σκοπίων σε κράτος δορυφόρο της στην Βαλκανική. Η χώρα μας πρέπει να εκμεταλλευτεί την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της στα Βαλκάνια (συγκρινόμενη πάντα με τις χώρες των Βαλκανίων) η οποία παρά την πολυετή οικονομική κρίση εξακολουθεί να υπάρχει και θα υπάρχει όσο υπάρχουν Έλληνες, καθώς και την πολιτιστική/πολιτισμική ‘’ήπια’’ ισχύ της με σκοπό να γίνει πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή και να αποκτήσει επιτέλους σφαίρα χωρών γεωπολιτικής επιρροής.
Το εγχείρημα αυτό δεν είναι εύκολο και φυσικά δεν είναι υλοποιήσιμο με εφαρμογή ουτοπικών, αριστερών, νεοφιλεύθερων και διεθνιστικών ιδεολογιών. Κάτι τέτοιο θα ήταν επιδιώξιμο μόνον αν όλες οι πλευρές σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο…κάτι που δεν ισχύει, άρα μια τέτοια στροφή κρίνεται ως εθνικά επικίνδυνη. Και ασφαλώς δεν είναι υλοποιήσιμο μέσω ‘’φιλίας’’ και selfie μεταξύ αρχηγών κρατών. Στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν φιλίες, υπάρχουν μόνο συμφέροντα και ανίερες συμμαχίες (όπως π.χ. η Ρωσία με την Τουρκία στην σύγχρονη εποχή, ή η Γαλλία του καθολικού καρδιναλίου Ρισελιέ με την προτεσταντική Σουηδία κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα) για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Και σύμφωνα με την ρεαλιστική θεωρία, κάθε κράτος έχει ως σκοπό καταρχάς την επιβίωση του και εν συνεχεία την αύξηση της ισχύος του.Πάνω σε αυτή την θεωρία, την θεωρία του ρεαλισμού, πρέπει να στηριχτεί και η εθνική στρατηγική μας από εδώ και μπρός γενικά στα βαλκανικά κράτη και ειδικά σε αυτό των Σκοπίων .
Τον πληθυσμό του γειτονικού μας κράτους σήμερα αποτελούν κυρίως το σλαβικό στοιχείο και η αλβανική μειονότητα, η οποία κρίνεται ως ιδιαιτέρως ισχυρή στον καθορισμό της πολιτική κατάστασης της χώρας.Το δημοψήφισμα που έλαβε χώρα το 2018 για την αποδοχή ή μη της συμφωνίας των Πρεσπών χαρακτηρίστηκε από την πολύ χαμηλή συμμετοχή, κυρίως του σλαβικού στοιχείου.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι πρότεροι παρουσιάζουν πλέον δείγματα ‘’μακεδονισμού’’ κάτι που δεν συνέβαινε κατά την δεκαετία του ’90. Μεγάλο μέρος αυτών δε, είναι εχθρικά διακείμενοι προς την Ελλάδα καθώς οι νέες γενιές έχουν γαλουχηθεί με ‘’μακεδονική’’ παιδεία, έχουν αποκτήσει με την πάροδο του χρόνου εθνική συνείδηση και βλέπουν την Ελλάδα ως έναν εξωτερικό δρώντα που δεν τους επιτρέπει να είναι αυτό που πραγματικά αισθάνονται, δηλαδή ‘’Μακεδόνες’’. Αυτό αποτελεί αποτέλεσμα της εσωτερικής προπαγάνδας από τις εθνικιστικές κυβερνήσεις των προηγούμενων ετών, καθώς και της ρωσικής διείσδυσης-επιρροής στο εν λόγω κράτος. Αυτός είναι ίσως ο πιο ανασταλτικός παράγοντας για την επίτευξη των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας.
Επιπλέον, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την διαμάχη της Ελλάδας με τα Σκόπια και τις λανθασμένες ενέργειες των περασμένων δεκαετιών π.χ. την επιβολή εμπάργκο, έχει επιτύχει μια μεγάλη οικονομική διείσδυση στο εν λόγω κράτος. Επιπρόσθετα, έχει λάβει χώρα μια σειρά από εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες ( οι συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας μεταξύ των Υπηρεσιών Πληροφοριών των δυο κρατών αποτελούν για τους Τούρκους και την ΜΙΤ στρατιωτικές συμφωνίες) που προετοιμάζουν το έδαφος για την καλλιέργεια των νέο-οθωμανικών φιλοδοξιών του κ. Έρντογάν. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας ακολουθεί μια πολιτική, αναζητώντας οθωμανικά κατάλοιπα στα Βαλκάνια με σκοπό την διεύρυνση της γεωπολιτική σφαίρα επιρροής και προστασίας της Τουρκίας στην περιοχή. Σε αυτήν εκτός από την Αλβανία και την Βοσνία που είναι μουσουλμανικά κράτη, συγκαταλέγεται και το κράτος των Σκοπίων, παρά την ύπαρξη του Ορθοδόξου χριστιανικού σλαβικού στοιχείου( κατά την οθωμανική περίοδο τελούσε υπό καθεστώς δουλείας).Ένα ακόμη στοιχείο που έρχεται να προστεθεί στον κατάλογο των εθνικών μας αποτυχιών και επιβάλλεται να αλλάξει ως προς όφελός μας.
Τις νέο-οθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας στηρίζει και η Αλβανία ως γνήσιο οθωμανικό κατάλοιπο των Βαλκανίων, με την αλβανική μειονότητα στο κράτος των Σκοπίων, η οποία όπως πραναφέρθηκε έχει ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας και η οποία βλέπει θετικά μια μελλοντική αστάθεια και διχοτόμηση του εν λόγω κράτους, με σκοπό την επίτευξη των δικών της εθνικών συμφερόντων.
Ο ρόλος της Ελλάδας λοιπόν είναι καταρχάς η σταθεροποίηση του γειτονικού μας κράτους και η εγγύηση για την διατήρηση της σταθερότητας του μέσω της στρατιωτικής ισχύος. Παρουσιάζεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αυτή την χρονική περίοδο, με την ένταξη του κράτους των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Κρίνεται ως αξιέπαινη η κίνηση και η πρωτοβουλία του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης να έρθει σε επαφή με το αντίστοιχο Υπουργείο του γειτονικού κράτους. Η ανάληψη της ευθύνης για την προστασία του εναερίου χώρου των Σκοπίων είναι μεν θετικό στοιχείο, γιατί προλάβαμε μια αντίστοιχη κίνηση της πάντα πρόθυμης Τουρκίας και μια πιθανή μεταστάθμεση τουρκικών αεροσκαφών στα βόρεια σύνορα μας, όμως παρά την θριαμβολογία της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα αυτό, δεν αποτελεί τεράστια διπλωματική επιτυχία, καθώς η πολιτική του ΝΑΤΟ για τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν αεροπορία είναι η ανάληψη της ευθύνης φύλαξης του εναερίου χώρου τους από γειτονικά κράτη (παράδειγμα για εμάς και την Ιταλία αποτελεί η Αλβανία και το Μαυροβούνιο).Η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει την εκπαίδευση των Αξιωματικών του στρατού τους στις ελληνικές στρατιωτικές σχολές καθώς και την αναδιοργάνωση και εκπαίδευση του στρατεύματος τους σε βαθμό ανάλογο με αυτό που η Τουρκία έπραξε στην περίπτωση της Αλβανίας και που δύναται να κάνει και η ίδια χρήση των εγκαταστάσεων και των παροχών επί αλβανικού εδάφους τις οποίες κατασκέυασε. Κρίνεται επίσης απαραίτητη η σύναψη αμυντικών συμφωνιών συνεργασίας, η κοινή διεξαγωγή ασκήσεων και δεν θα ήταν κακή ιδέα η μόνιμη παραμονή στρατιωτικής ή αστυνομικής δύναμης στο γειτονικό κράτος , η οποία θα έχει ως σκοπό την προστασία της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, από οποιαδήποτε απειλή παραστρατιωτικών οργανώσεων ή από οποιαδήποτε απόπειρα δημιουργίας εσωτερικής αστάθειας, όπως αυτό έχει συμβεί στο παρελθόν (και στο πρόσφατο παρελθόν με την πτώση της κυβέρνησης Γρουέφσκι), πάντα υπό την εγγύηση του ΝΑΤΟ και πάντα στο πλαίσιο της διεθνούς ασφάλειας.
Φυσικά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της Τουρκίας η οποία θα επιδιώξει με την μεγάλη στρατιωτική της ισχύ και την ανεπτυγμένη και αναβαθμισμένη αμυντική της βιομηχανία να αναλάβει αυτή τον ρόλο που καλείται να ανταποκριθεί η Ελλάδα και τούτο δείχνει η πρόσφατη επίσκεψη του Υπουργού Εθνικής Αμύνης της Τουρκίας κ.Ακάρ στα Σκόπια, αμέσως μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ελλάδας. Στην χρόνική συγκυρία στην οποία το γειτονικό μας κράτος κάνει τα πρώτα του βήματα στους κύκλους του ΝΑΤΟ επιδιώκοντας την εύνοια των ΗΠΑ, ενώ αντίστοιχα η Τουρκία με την συνεχή όξυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ δείχνει να απομακρύνεται συνεχώς από το ΝΑΤΟ, εκτιμάται ότι η κυβέρνηση του βόρειου γείτονα μας ως ορθολογικός δρών θα επιλέξει τον δρόμο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και όχι τον δρόμο της ισχυρότερης μεν Τουρκίας που όμως δείχνει να ακολουθεί αντίθετη πορεία.
Επιπλέον της στρατιωτικής συνεργασίας με τους βόρειους γείτονες μας επιβάλλεται η διείσδυση στο γειτονικό κράτος και σε άλλους τομείς. Σαφώς η οικονομική διείσδυση είναι απαραίτητη και κρίνεται θετικά η πρόσφατη επίσκεψη του κ.Τσίπρα στα Σκόπια με ομάδα επιχειρηματιών, όμως οι καλές οικονομικές σχέσεις μεταξύ κρατών δεν σημαίνει απαραίτητα στις διεθνείς σχέσεις συμμαχία, μηδενικά προβλήματα μεταξύ γειτόνων και γεωπολιτική επιρροή, δηλαδή στόχοι που πρέπει να επιδιώξει η Ελλάδα (παράδειγμα αποτελούν οι οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία και την Τουρκία ).Η χώρα μας εφόσον πλέον υπάρχει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών και υπογεγραμμένο και από τις δύο πλευρές έγγραφο, ως ισχυρότερη χώρα πρέπει να καθορίσει η ίδια στο γειτονικό μας κράτος τα όρια στα οποία θα κινείται στο πλαίσιο της συμφωνίας. Αποτελεί υποχρέωση της Ελλάδας να κάνει έλεγχο για το αν και κατά πόσο τηρείται η συμφωνία των Πρεσπών,να ελέγξει και να εγκρίνει τις συνταγματικές μεταρυθμίσεις του γειτονικού κράτους και τις αλλαγές στα σχολικά βιβλία και να αναλάβει αν απαιτηθεί τις απαραίτητες διπλωματικές ενέργειες για την συμμόρφωση της άλλης πλευράς ως προς τα αναγραφόμενα της συμφωνίας και όχι να παραμένει αδρανής και απαθής σε περιπτώσεις μη τήρησης των συμφωνηθέντων. Μια εθελοτυφλία από την πλευρά της χώρας μας στην περίπτωση αυτή,θα σημάνει δημιουργία τετελεσμένων τα οποία μελλοντικά θα είναι πολύ δύσκολο να ανατραπούν.
Η Ελλάδα για την αντιμετώπιση του ‘’μακεδονισμού’’,δηλαδή του πιο ανασταλτικού παράγοντα όπως προαναφέρθηκε για τα εθνικά μας συμφέροντα, πρέπει να χρησιμοποιήσει την ‘’ήπια ‘’ισχύ της και να επιχειρήσει την πολιτισμική και πολιτιστική διείσδυση στο κράτος των Σκοπίων. Οι πυλώνες αυτής της διείσδυσης είναι η παιδεία, η γλώσσα και η θρησκεία. Με βάση αυτό η χώρα μας ως κοιτίδα ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων παγκόσμιας εμβέλιας και κύρους, μπορεί να παρέχει ανώτατη εκπαίδευση στους βόρειους γείτονες μας, με υποτροφίες στις νέες γενιές ανθρώπων και ευκαιρίες σπουδών. Άλλωστε το γειτονικό κράτος υστερεί στον τομέα αυτό. Πρέπει τα νέα παιδιά της χώρας αυτής να έρθουν στην Ελλάδα,να σπουδάσουν εδώ,να αγαπήσουν την χώρα μας και την κουλτούρα μας, να μάθουν την γλώσσα μας και γιατί όχι να αφομοιωθούν μελλοντικά με το ελληνικό στοιχείο. Επιβάλλεται η ίδρυση ιδιωτικών ελληνικών σχολείων και κέντρων πολιτισμού στο γειτονικό μας κράτος και η μέριμνα διευκόλυσνης σπουδών σε αυτά.Επιπλέον με δεδομένο την παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην νεολαία τους στην Ελλάδα,θα μπορούσε να επιτευχθεί μια διμερή συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων για εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στην παιδεία τους ως δεύτερης ξένης γλώσσας,έτσι ώστε οι νέες γενιές να λάβουν επιπρόσθετα ελληνική παιδεία.
Τέλος σημαντικό παράγοντα για τον περιορισμό του ‘’μακεδονισμού’’ δύναται να αναλάβει ο παράγοντας Εκκλησία. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι πρόκειται για έναν ομόδοξο λαό και πως μπορεί να μην αποτελεί η κουλτούρα του κληροδότημα της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς,όμως αποτελεί τμήμα και κατάλοιπο της βυζαντινής ορθόδοξής χριστιανικής κληρονομιάς. Στη επικράτεια του κράτους των Σκοπίων ευρίσκονται δεκάδες βυζαντινά μνημεία απομεινάρια του δικού μας πολιτισμού παρατημένα στο έλεος του χρόνου.Αν η Εκκλησία του γειτονικού κράτους κατόπιν προσέγγισης, μας περάσει ξανά στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ή της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα μπορούσε να υπάρξει μέριμνα αναστήλωσης και ανάδειξης αυτών των μνημείων (Ο κ.Ερντογάν αναστηλώνει εκεί τζαμιά ως κατάλοιπα της οθωμανικής κουλτούρας) και επιπλέον μέσω της θρησκείας να επιδιωχθεί προσέγγιση του γειτονικού μας έθνους στο μέλλον. Η κοινή θρησκεία άλλωστε ανέκαθεν στην ανθρώπινη ιστορία αποτελούσε μέσο προσέγγισης, συμφιλίωσης και αφομοίωσης των λαών.
Στρατιωτική απειλή από το γειτονικό μας κράτος δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει με δεδομένο το γεγονός της ένταξης του στο ΝΑΤΟ. Η αλήθεια είναι ότι οι δυτικοί εταίροι μας βλέπουν πολύ κοντόφθαλμα και μυωπικά την κατάσταση που επικρατεί στα Βαλκάνια σήμερα. Οι εθνικισμοί, οι αλλυτρωτισμοί, η διαφορετικότητα των θρησκευμάτων, η παραστρατιωτική δράση στο εσωτερικό των χωρών και πολλοί άλλοι παράγοντες από τα παρελθοντικά χρόνια καθιστούν την ευαίσθητη αυτή περιοχή ως ‘’μπαρουταποθήκη’’ της Ευρώπης. Η Δύση τα προβλήματα και τις διαμάχες μεταξύ των λαών των Βαλκανίων, απόρροια των ‘’φαντασμάτων’’ του παρελθόντος, τα αντιμετωπίζει ως ενοχλητικά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν το γρηγορότερο δυνατό με σκοπό την προώθηση των γεωστρατηγικών και οικονομικών της συμφερόντων, για αυτό και επιχειρεί να τα καλύψει πρόχειρα επιβάλλοντας και απαιτώντας γρήγορες λύσεις. Θεωρούν παραδείγματος χάρη ότι η είσοδος του γειτονικού μας κράτους στο ΝΑΤΟ, το καθιστά πλέον σύμμαχο άρα αποκλείεται οποιαδήποτε εδαφική διεκδίκηση και αλλυτρωτική διάθεση προς την Ελλάδα, εφόσον πλέον είμαστε όλοι σύμμαχοι και αν επιπλέον επιτευχθεί και η είσοδος του στην Ε.Ε., δεν τίθεται πλέον θέμα ούτε εξωτερικών συνόρων, άρα δεν υφίστανται μειονοτικά ζητήματα στο έδαφος καμμίας από της δύο χώρες. Λησμονούν όμως την παραδοσιακή εχθρική στάση και απειλή της Τουρκίας και πρόσφατα και της διάθεσης της εθνικιστικής κυβέρνησης της Αλβανίας. Απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί στα εθνικά θέματα και κυριώς με το κράτος των Σκοπίων, διότι αν μελλοντικά επιτρέψουν τα συμφέροντα των δυτικών δυνάμεων για μια ακόμη φορά, όπως στην περίπτωση του Γιουγκοσλαβίας της εφαρμογή της τακτικής του ‘’διαίρει και βασίλευε’’ στην Βαλκανική, τότε θα είμαστε απλά ευάλλωτοι σε μια πιθανή δημιουργία ενός νέου ‘’Κοσόβου’’ στην ευρύτερη περιοχή και θα βρεθούμε στην δύσκολη θέση της απώλειας εδαφών χωρίς πόλεμο.
Παρά την σταθερότητα της Ευρώπης στην σύγχρονη εποχή, την εξασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των κρατών της και την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας ενός καταστροφικού πολέμου στο εσωτερικό της, εξακολουθεί να υφίσταται το φαινόμενο της ανάδυσης νέων κρατών και της αλλαγής συνόρων στην επικράτεια της, ως απόρροια της υψηλής στρατηγικής των μεγάλων παγκοσμίων δυνάμεων. Αυτό θα πρέπει να προκαλέσει προβλήματισμό για το μέλλον.
*Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς,
σπουδαστής της Ανώτατης Διακλαδικής Ακαδημίας Διοίκησης και Ηγεσίας των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων (Führungsakademie der Bundeswehr)
και μεταπτυχιακός φοιτητής Στρατιωτικής Διοίκησης και Διεθνούς Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Helmut Schmidt του Αμβούργου