Του Σάββα Καλεντερίδη
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε το 35,46 % των εκλογέων που προσήλθαν στις κάλπες και ψήφισαν. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η συμμετοχή στις εκλογές ανήλθε στο 56,16 %, με μια απλή αναγωγή προκύπτει ότι η κυβέρνηση σήμερα, στην ιδανική περίπτωση που δεν έχει καμία φθορά, αντιπροσωπεύει το 19% του συνόλου των Ελλήνων ψηφοφόρων. Αν δε ληφθεί υπ’ όψιν ότι στις δημοσκοπήσεις η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ ανέρχεται στο 54%, τότε δικαιούμαστε να πούμε ότι η κυβέρνηση αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10% των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Για όσους ενδεχομένως θα ήθελαν να προσμετρήσουμε στην αντιπροσωπευτική δυναμική της κυβέρνησης τα… ρετάλια, με την πολιτική έννοια, που την συναπαρτίζουν, είναι τέτοια η απαξίωσή τους στην ελληνική κοινωνία, που είναι ζήτημα αν αντιπροσωπεύουν όλοι μαζί μερικές χιλιάδες ψηφοφόρους.
Αυτή η κυβέρνηση λοιπόν, που αντιπροσωπεύει το 10% του ελληνικού λαού, χωρίς να εξασφαλίσει συνθήκες εθνικής συναίνεσης σε επίπεδο κομμάτων και κοινωνίας, όπως επιβάλλεται για ένα μείζον εθνικό θέμα, για το οποίο χύθηκαν ποταμοί αίματος, υπέγραψε την προδοτική συμφωνία των Πρεσπών και την έφερε στη Βουλή, όπου αναμένεται να υπερψηφιστεί από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και τους λοιπούς πρόθυμους (το άρθρο γράφεται το μεσημέρι της Πέμπτης, λίγες ώρες πριν την ψηφοφορία στη βουλή).
Οι Έλληνες πολίτες, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις και από τη συμμετοχή του κόσμου στα συλλαλητήρια που διοργανώθηκαν εναντίον της συμφωνίας αλλά και από την ισχνή συμμετοχή στις εκδηλώσεις, που γίνονται υπέρ της συμφωνίας, έχουν δείξει με κάθε τρόπο που επιτρέπεται από το πολιτικό μας σύστημα, ότι είναι εναντίον της συμφωνίας. Το 70% των Ελλήνων είναι εναντίον της συμφωνίας, ενώ εκείνοι που είναι σαφώς υπέρ, δεν ξεπερνούν το 10%.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: Από πού αντλεί νομιμοποίηση η κυβέρνηση και φέρνει αυτήν την συμφωνία προς κύρωση, η οποία συμφωνία δεσμεύει τις επόμενες κυβερνήσεις για δεκαετίες και… αιώνες, αφού δεν έχει όριο λήξης και απαγορεύεται να αναθεωρηθεί (!), λες και πρόκειται για ένα νέο «θείο βιβλίο», μια καινούργια Αγία Γραφή; Από πού αντλεί νομιμοποίηση η κυβέρνηση και φέρνει προς κύρωση μια συμφωνία που αναγνωρίζει μια ανύπαρκτη γλώσσα και εθνότητα, προκαλώντας τεράστιο πλήγμα στην εθνική μας ταυτότητα και δημιουργώντας συνθήκες για την εμφάνιση μιας «εθνικής μακεδονικής» μειονότητας στην ελληνική επικράτεια, που αργά ή γρήγορα θα επιδιώξει να απελευθερώσει τη «Μακεδονία του Αιγαίου»;
Δεν μπορεί, οι ίδιοι θα πρέπει να θυμούνται τα πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη για την «ανάγκη απελευθέρωσης των Μακεδόνων από τους Έλληνες», για την ανάγκη δημιουργίας της «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας».
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς, αλλά και άλλα στελέχη της κυβέρνησης, θήτευσαν στις τάξεις του ΚΚΕ και κάτι θα έχουν ακούσει για τις παλιές πολιτικές του κόμματος αυτού και τα προαναφερθέντα πρωτοσέλιδα.
Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα το ΚΚΕ έχει αλλάξει θέση και δηλώνει ότι «δεν υπάρχει μακεδονική γλώσσα και εθνότητα», ενώ αυτοί που το έχουν εγκαταλείψει την έχουν αναγνωρίσει, ερήμην του ελληνικού λαού και κόντρα στα εθνικά μας συμφέροντα.
Το εξωφρενικό είναι ότι αυτή η ισχνή μειοψηφία, που πρέπει να ομολογήσουμε ότι κυβερνά νομότυπα την Ελλάδα -και λέμε νομότυπα γιατί αυτά που έγιναν με τα πολιτικά ρετάλια που στηρίζουν την κυβέρνηση μπορούν να ενταχθούν στα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα και αποστασίες- έχει το θράσος να κατηγορεί τους πολίτες επειδή διαμαρτύρονται για τη συμφωνία.
-Ύβρεις από τον ίδιο τον πρωθυπουργό εναντίον των διαδηλωτών,
-αισχρή προπαγάνδα αμαύρωσης των κινητοποιήσεων και των συλλαλητηρίων,
-ιδεολογική τρομοκρατία από συμμορίες στρατευμένων και αμειβόμενων τρολς του ΣΥΡΙΖΑ,
είναι τα όπλα αυτής της ισχνής αντιδημοκρατικά φερόμενης μειοψηφίας, εναντίον των Ελλήνων πολιτών, που είναι αποκλεισμένοι από παντού και προσπαθούν να εκφράσουν την αγωνία τους για μια απόφαση που δεν βρίσκει σύμφωνο το 70% του ελληνικού λαού.
Αυτοί που παίρνουν αποφάσεις με τον πιο αντιδημοκρατικό τρόπο, κατηγορούν τους πολίτες που διαμαρτύρονται, αφού δεν έχουν κανένα άλλο μέσο να εκφραστούν και να δηλώσουν τη βούλησή τους, κατηγορούν τους πολίτες με αισχρούς χαρακτηρισμούς, όπως φασίστες, ακροδεξιοί, όχλος κλπ, χαρακτηρισμούς τους οποίους προφανώς δανείζονται κοιτάζοντας τους εαυτούς τους στον καθρέφτη.
Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πέραν του ότι συνιστούν μια καθαρή και αδιαμφισβήτητη δημοκρατική εκτροπή, αποκαλύπτουν και τις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο αντί για δημοκρατία, έχει καταντήσει ένα στυγνό ολιγαρχικό σύστημα, που δίνει τη δυνατότητα σε στυγνούς αντιδημοκράτες να αποφασίζουν ερήμην του λαού.
Με την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ακυρώνεται ο Μακεδονικός Αγώνας και προδίδονται εθνικοί αγώνες δεκαετιών που δόθηκαν για τη Μακεδονία.
Αυτά που έχουμε να ζήσουμε τα επόμενα χρόνια, θα θυμίζουν εφιάλτη.
Και μια που αναφέραμε αυτή τη λέξη, να πούμε στους αναγνώστες μας ότι ο Εφιάλτης (- 461 π.Χ.), γιος του Σοφωνίδη, ήταν διαπρεπής πολιτικός στην αρχαία Αθήνα, μέντορας του Περικλή και πολύ σημαντικός νομοθέτης.
Ένας άλλος Εφιάλτης, γιος του Ευρυδήμου, ήταν εκείνος που υπέδειξε στους Πέρσες τη στενή διάβαση που οδηγούσε από το όρος Καλλίδρομο στις Θερμοπύλες και ανέλαβε να οδηγήσει από ‘κει τους Πέρσες, για να χτυπήσουν έτσι από τα νώτα τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα (480 π.Χ.).
Μετά από αυτήν την πράξη, το όνομα Εφιάλτης αμαυρώθηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από κανέναν Έλληνα, αφού κατάντησε να είναι συνώνυμο της προδοσίας.
Οι βουλευτές που ενέκριναν με την ψήφο τους αυτό το έκτρωμα, αυτήν την προδοτική συμφωνία, θα μπουν σε έναν κατάλογο και τα ονόματά τους θα μείνουν ανεξίτηλα στην εθνική μνήμη για πάντα. Είναι οι νέοι «Εφιάλτες» που σκότωσαν τη Μακεδονία και τη Δημοκρατία.