O Γενικός Γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας του Υπουργείου Εξωτερικών, Ιωάννης Χρυσουλάκης, απηύθυνε χαιρετισμό στη διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα “Καβάφης, Παγκόσμια Ακτίνα Πολιτισμού”, που διοργάνωσαν το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Καΐρου και ο ομογενειακός Σύλλογος ‘Hephaestus Wien – Österreichisch/Griechischer Integrationsverein’, στις 12 Δεκεμβρίου 2021.
Μέσα από μοναδικές απαγγελίες σε διάφορες γλώσσες σε ένα ‘ποιητικό ταξίδι στον καβαφικό κόσμο’, ζωντανή εκτέλεση μελοποιημένων ποιημάτων και εισηγήσεις σχετικά με λιγότερο γνωστές πτυχές του έργου του, αναδείχθηκε το ανεξάντλητο λογοτεχνικό και πνευματικό του κληροδότημα, αλλά κυρίως ο, διεθνώς πλέον αναγνωρισμένος, οικουμενικός χαρακτήρας του. Την εκδήλωση πλαισίωσαν καλλιτεχνικά ο Δημήτρης Καταλειφός και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη.
Ακολουθεί ο χαιρετισμός του Γενικού Γραμματέα
Αγαπητές/οί φίλες/οι, καλησπέρα σας,
Καταρχάς δε θα ήθελα να παραλείψω να ευχαριστήσω τον καλό φίλο Georg Gstrein για αυτήν την ξεχωριστή πρωτοβουλία και διοργάνωση και κυρίως για το γεγονός ότι μας παρέχει μία ακόμη θαυμάσια ευκαιρία να επικοινωνήσουμε. Και αυτό, στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργεί το ανυπέρβλητο έργο και το φως του μοναδικού πνευματικού διαμετρήματος του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή, του ‘ποιητή των ποιητών’ της σύγχρονης Ελλάδας, του βαθιά οικουμενικού, Κωνσταντίνου Καβάφη.
Αισθάνομαι την ανάγκη σε αυτό το σημείο να κάνω μία προσωπική εξομολόγηση: μέχρι σήμερα, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μου στη θέση του ΓΓ Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας και συμμετέχοντας ως εκπρόσωπος της ελληνικής πολιτείας σε ποικίλες εκδηλώσεις και διοργανώσεις, έχω κληθεί να μιλήσω για ένα ευρύτατο φάσμα θεματικών, οι οποίες – όπως είναι φυσικό – είναι άλλοτε περισσότερο οικείες και προσπελάσιμες σε μένα και άλλοτε λιγότερο.
Ομολογώ ότι σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και όταν απαιτηθεί μεγαλύτερη προσπάθεια και έρευνα, θεωρώ ότι καταφέρνω να αρθρώσω ενδιαφέροντα λόγο και να τοποθετηθώ επί του θέματος με συνέπεια και πληρότητα.
Σήμερα ωστόσο, οι συσχετισμοί είναι πολύ διαφορετικοί. Ένα θέμα όπως η ποίηση του Καβάφη είναι ανεξάντλητο, η προσωπικότητά του εξαιρετικής σπανιότητας, αν όχι μοναδικότητας, και το σύμπαν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας απαράμιλλου κάλους και απύθμενου βάθους.
Αν ισχύει ότι η υπέρτατη τέχνη της αναδημιουργίας της γλώσσας είναι η Ποίηση, τι μπορεί κανείς να πει για ένα δημιουργό που δεν αρκέστηκε στο έργο του να αναδημιουργήσει τη γλώσσα, αλλά να δημιουργήσει ποιητική γλώσσα. Με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού από τον Όμηρο μέχρι την Ελληνιστική εποχή, φιλοτέχνησε με μοναδική δεξιοτεχνία και εμμονική προσήλωση ένα έργο ‘ιστορικό κι αισθαντικό, φιλοσοφικό και παραινετικό, όπου η βαθειά συγκίνηση βρίσκεται ενωμένη με ψυχρή ανάλυση’, όπως λέει και ο καβαφιστής Γιώργος Βρισιμιτζάκης.
Κατά συνέπεια, το εγχείρημα να μιλήσει κανείς για τον Καβάφη και μάλιστα με χρονικό περιορισμό και απευθυνόμενος σε ένα κοινό εξοικειωμένο και εξειδικευμένο στο έργο του, είναι απλώς εξαιρετικά δύσκολο. Ειδικά όταν γνωρίζεις εκ προοιμίου ότι για το συγκεκριμένο θέμα έχουν εκφραστεί πολυάριθμοι άνθρωποι με βαθιά γνώση και πολύπλευρη μελέτη επ’ αυτού, αισθάνεσαι ότι η διολίσθηση στο κοινότοπο, το μέτριο και το φθαρμένο είναι κάτι σχεδόν αναπόφευκτο.
Ως εκ τούτου, στράφηκα για βοήθεια στον ίδιο τον ποιητή, εμπιστευόμενος διαισθητικά το εύρος του έργου του και την απεραντοσύνη των αναφορών και των επιπέδων ανάλυσης εντός του. Σε μία προσπάθεια να αρθρώσω λόγο για εκείνον, επιδόθηκα στην αναζήτηση ενός σημείου τομής, μίας σημειολογικής παραλληλίας με το αντικείμενο της δικής μου παρούσας ιδιότητας και αρμοδιότητας, που επιτάσσει την εντατική ενασχόλησή μου με το πολύπτυχο ζήτημα του απόδημου Ελληνισμού.
Από πλευράς μου, όλο αυτό το διάστημα έχω επιχειρήσει επανειλημμένα να προσεγγίσω και να αντιληφθώ τον τρόπο με τον οποίο οι απανταχού Έλληνες της διασποράς αντιλαμβάνονται τις έννοιες της ‘ελληνικότητας’ και του ‘ελληνικού’ και πως τις βιώνουν ταυτοτικά. Έχω πολλές φορές διερωτηθεί για το ακριβές σημασιολογικό και συμβολικό περιεχόμενο τους σε βάθος χρόνου. Με έχει πολλάκις απασχολήσει το ερώτημα ποιες μορφές και διαστάσεις λαμβάνει η ελληνικότητα στη συνείδηση ανθρώπων που ζουν μακριά από την πατρίδα και που διατηρούν συχνά με αυτήν μία διαμεσολαβημένη σχέση χωρίς προσωπικό βίωμα και, κυρίως, με δεδομένο ότι η χρονική και χωρική απόσταση από το μητροπολιτικό κέντρο την απειλεί με αποχρωματισμό και φθορά.
Και ο ποιητής, έχοντας σε χρόνο ανύποπτο αποφανθεί κατά τρόπο απόλυτο, συγκλονιστικό και βιωματικό για το εν λόγω ζήτημα, μου προσέφερε γενναιόδωρα μια υπέροχη, ποιητική νοηματοδότηση της ‘ελληνικότητας’. Και αυτό γιατί, αν υπάρχει ένα στοιχείο που κυριαρχεί στο καβαφικό σύμπαν είναι η τόσο ιδιαίτερη διάσταση που προσλαμβάνει στο πλαίσιό του η έννοια της ‘ελληνικότητας’ και του ‘ελληνικού’.
Σε ένα από τα ποιήματα του Καβαφικού κανόνα με τίτλο «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής» συνάντησα μια αναπάντεχη σύζευξη του κόσμου του με τον πυρήνα της υπηρεσιακής μου αρμοδιότητας:
Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ’ την κηδεία του,
η αδελφή τού εγκρατώς και πράως ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Aντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής, ήθελ’ ένα επιτύμβιον γι’ αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος – ο κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς –
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.
«Του Aντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»
Η πεμπτουσία του ποιήματος έγκειται στο περιεχόμενο που αποδίδεται από το δημιουργό στο χαρακτηρισμό ‘Ελληνικός’. Σύμφωνα με την εμφατική δήλωση του ποιητή, δεν μπορεί να αποδοθεί σε άνθρωπο πιο ιερή και αξιοσέβαστη ιδιότητα, καθώς οτιδήποτε σημαντικότερο και ανώτερο από το να είναι κάποιος Ελληνικός, αποδίδεται μόνο στους θεούς. Αξιοσημείωτο είναι ότι το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό ο Καβάφης επιφυλάσσει και για τον εαυτό του, καθώς σύμφωνα με το Στρατή Τσίρκα, ο ποιητής συνήθιζε να λέει: «Είμαι κι εγώ Ελληνικός, προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός».
Είμαι της γνώμης ότι μετά από μίας τέτοιας περιεκτικότητας και κάλλους νοηματοδότηση, οποιοδήποτε επιπλέον σχόλιο ή δήλωση από πλευράς μου περιττεύει. Αρκούμαι μόνον στο να σημειώσω ότι αυτή η ‘συνάντηση’ με την καβαφική διάσταση της ελληνικότητας εδραιώνει έτι περαιτέρω στη δική μου συνείδηση μία προϋπάρχουσα πεποίθησή μου: ότι η ανάδειξή της αποτελεί ένα στόχο για τον οποίο αξίζει πραγματικά κανείς να αναλωθεί προσωπικά και κατ’ αυτό, αισθάνομαι ότι είναι αληθινό προνόμιο για μένα να τον υπηρετώ.
Σας ευχαριστώ