Την εμπειρία του από την καταγραφή των δραματικών στιγμών που ακολούθησαν την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, παρέθεσε στη New York Post ο βραβευμένος Ελληνοαμερικανός φωτογράφος Αριστείδης Οικονομόπουλος.
Ο Οικονομόπουλος, που εργάζεται για τη The Star-Ledger του Νιού Τζέρσεϊ, έχει αναδειχθεί έξι φορές Φωτογράφος της Χρονιάς από τη New York Press Photographers Association και ταξίδεψε στην Ελλάδα το 2004 για να καλύψει με τον φακό του, τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, περιέγραψε μια δική του φωτογραφία, λίγο πριν την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων.
«Ζούσα στο Τζέρσεϊ και δεν σκόπευα να κάνω κάτι εκείνη την ημέρα, μέχρι τις 3 το μεσημέρι, όταν θα φωτογράφιζα έναν τοπικό 13χρονο web designer, αλλά η μητέρα μου, μου τηλεφώνησε στις 8:22 το πρωί για να μου πει τι είχε συμβεί. Ξεκίνησα για να πάω στο κάτω Μανχάταν. Ήμουν 30 χρονών τότε και είχα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη λιγότερο από ένα χρόνο νωρίτερα – δεν είχα πάει ποτέ σε αυτή τη γειτονιά του Μανχάταν. Εκείνη την ημέρα είδαμε την ανθρωπότητα στα καλύτερα και στα χειρότερά της» είπε αρχικά ο Ελληνοαμερικανός φωτογράφος.
Και συνέχισε: «Ήμουν στο Μπρόντγουεϊ και κοιτούσα δυτικά τους Πύργους να πνίγονται στους καπνούς. Οι άνθρωποι της φωτογραφίας κοιτούν με σοκ και δέος, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συνέβη. Το ρολόι του άντρα – μπροστά στη φωτογραφία – γράφει 9:45, περίπου 15 λεπτά πριν από την πτώση του πρώτου Πύργου. Το χέρι του βρίσκεται το στόμα του και είναι τόσο σοκαρισμένος. Κανείς δεν περίμενε ότι οι Πύργοι θα έπεφταν. Δεν συνειδητοποιούν ότι εξακολουθούν να αποτελούν μέρος της ιστορίας και ότι σε λίγα λεπτά το σύννεφο σκόνης θα τους καταπιεί».
Όλα λάθος για τις ΗΠΑ
Με αφρομή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, στον ιστότοπο του περιοδικού πολιτικής ανάλυσης «The Atlantic» φιλοξενείται εκτενές άρθρο του δημοσιογράφου, ιστορικού και συγγραφέα Garrett M. Graff, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η Αμερική, αμέσως μετά την αναπάντεχη και συντριπτική -από κάθε άποψη- επίθεση, παρασύρθηκε σε μια σειρά από πανικόβλητες και εντελώς άστοχες κινήσεις.
Ο Graff αναφέρει συγκεκριμένα ότι, πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν την τρομοκρατία με σύννομες, συνταγματικώς ορθές μεθόδους. Μετά από τις επιθέσεις, όμως και από τις 13 Νοεμβρίου όταν ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε ότι αρχίζει η επιχείρηση «Πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», η Αμερική τέθηκε σε μια τροχιά απομίμησης της τηλεοπτικής σειράς «24» στην πραγματικότητα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία «μαύρων τρυπών» σε διάφορα σημεία του πλανήτη, όπου η CIA είχε απόλυτη ελευθερία να συλλαμβάνει και να μεταχειρίζεται κατά το δοκούν «μαχητές του εχθρού».
Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Γκουαντάναμο στην Κούβα, όπου επιτρέπονταν τα πάντα, ακόμη και απάνθρωπα βασανιστήρια εις βάρος των υπόπτων. Οι ειδικά εκπαιδευμένοι ανακριτές αντικαταστάθηκαν με νέους και άπειρους από τους κόλπους της CIA και του στρατού. Το βασικό τους προσόν ήταν ότι δεν είχαν κανέναν δισταγμό να βασανίσουν τους κρατούμενους έως ότου ομολογήσουν. Τις δοκιμασίες, οι οποίες περιελάμβαναν τη στέρηση ύπνου, την τοποθέτηση σε φέρετρα ανάμεσα σε πολλά άλλα, τις επινόησαν ψυχολόγοι κατ’ εντολήν της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Παρόλ’ αυτά, μετά από 20 χρόνια δεν είναι σαφές εάν υπήρξε έστω και ελάχιστα ουσιώδης απόσπαση κάποιας πληροφορίας σε σχέση με τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους. Παρά τα βασανιστήρια στο Γκουαντάναμο, παρά τη σεξουαλική κακοποίηση από τους δεσμοφύλακες στη φυλακή Αμπού Γκράιμπ του Ιράκ, κανένας από τους κρατουμένους δεν ομολόγησε και κανένας δεν αποκάλυψε οτιδήποτε χρήσιμο για το χτύπημα. Κι όμως, ο Λευκός Οίκος υπήρξε εξαιρετικά απρόθυμος να παραδεχτεί την αποτυχία αυτών των κολαστηρίων. Αντιθέτως, υποψήφιοι πρόεδροι όπως ο Μιτ Ρόμνεϊ υποσχόταν προεκλογικά ότι θα διπλασίαζε το Γκουαντάναμο, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ αντάμειψε τη Τζίνα Χάσπελ για τις υπηρεσίες της ως διοικήτριας σε κέντρο κράτησης στην Ταϊλάνδη, προβιβάζοντάς την σε επικεφαλής της CIA.
Τα τρομοκρατικά εγκλήματα έγιναν δικαιοδοσία, όχι των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά των στρατοδικείων. Αλλά έως σήμερα ο Χαλίντ Σέιχ Μοχάμεντ, ο φερόμενος ως εγκέφαλος των επιθέσεων, μαζί με 4 ακόμη συνεργούς του, παραμένει προφυλακισμένος, αναμένοντας μια δίκη που κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς θα αρχίσει. Και ενώ οι ΗΠΑ δαπανούν εκατομμύρια δολάρια για τη συντήρηση των ανά τον πλανήτη «Γκουαντάναμο», ένας ύποπτος για συνωμοσία περί την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο Ζακάριας Μουσάουι, παραμένει ο μοναδικός άνθρωπος που καταδικάστηκε -αλλά από ομοσπονδιακό δικαστήριο.
Σύμφωνα με τη μελέτη που έχει κάνει ο Garrett M. Graff, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πανικοβλήθηκε και προέβη σε σπασμωδικές, επιζήμιες αντιδράσεις. Σχεδόν αμέσως αποδείχθηκε ότι όλες οι μυστικές υπηρεσίες αγνόησαν προφανή στοιχεία, που θα μπορούσαν να έχουν αποτρέψει το χτύπημα. Η CIA γνώριζε ακόμη και τα ονόματα δύο από τους αεροπειρατές. Κι όμως, η αναδιάρθρωση, αντί να διενεργηθεί αποφασιστικά και εις βάθος, έγινε απρόθυμα και στο πλαίσιο ενός ομιχλώδους σχεδίου με τον βαρύγδουπο τίτλο «προστασία της πατρίδας» (homeland security).
Η δημιουργία ενός εντελώς νέου υπερ-υπουργείου που θα συντόνιζε όλες τις επιχειρήσεις που αποσκοπούσαν στην διασφάλιση της μέγιστης προστασίας για την πατρίδα των Αμερικανών, αποδείχθηκε μια τεράστια αποτυχία. Τα στελέχη της επιδόθηκαν υστερικά σε ένα κυνήγι μαγισσών, με μόνο κριτήριο το ερώτημα «μπορεί αυτό να μας βλάψει;» το οποίο ετίθετο οριζοντίως και καθέτως, για οτιδήποτε. Το καινούργιο υπουργείο είχε στη διάθεσή του απεριόριστα κονδύλια, τα οποία σπαταλήθηκαν στον εφοδιασμό των κατά τόπους αστυνομικών δυνάμεων με βαρύ, πολεμικό οπλισμό. Κατά την άποψη του Graff, αυτή η πολεμοχαρής προσέγγιση και η βίαιη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, αύξησε την ανασφάλεια των πολιτών αλλά και τα αιματηρά ξεσπάσματα. Ίσως, μάλιστα, ακόμη και η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και το κίνημα Black Lives Matter να οφείλονται, τελικά, στο πώς το αμερικανικό κράτος θεσμοθέτησε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Στην αρχή, γράφει ο Graff, υπήρξε παγκόσμιο κύμα συμπόνοιας και συμπαράστασης προς τις ΗΠΑ. Ωστόσο, κάθε επιχείρηση που έκανε κατόπιν η Αμερική, τις κόστιζε όλο και περισσότερους συμμάχους που έπαιρναν αποστάσεις από την αλλοπρόσαλλη εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας. Η πλέον κραυγαλέα απόδειξη της έλλειψης στοιχειώδους κατανόησης -ή ακόμη χειρότερα, της εσκεμμένης χρησιμοποίησης μιας ανείπωτης τραγωδίας όπως οι επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους για την προώθηση κρυφών επεκτατικών σχεδίων- είναι η επέμβαση στο Αφγανιστάν. Εν μέσω της οποίας και ενώ οι αμερικανικές δυνάμεις άρχιζαν να επιβάλλονται στους Ταλιμπάν, το επιτελείο του Μπους αποφάσισε να εισβάλει στο Ιράκ και να κυνηγήσει απηνώς τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του Οσάμα Μπιν Λάντεν, δηλαδή του πραγματικού υπαίτιου της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ο φιλόδοξος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας απορρόφησε τρισεκατομμύρια δολάρια και προκάλεσε γενικότερη ανάφλεξη στην Ασία και τη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ έφτασαν να χρηματοδοτούν με τα χειρότερα κατακάθια των τοπικών κοινωνιών, ακόμη και με μεγαλεμπόρους ναρκωτικών και κοινούς εγκληματίες, σε μια μάταιη και επί μακρόν αναποτελεσματική απόπειρα να εξολοθρεύσουν την Αλ Κάιντα.
Η ξενοφοβία και, ακόμη χειρότερα, η ισλαμοφοβία είναι φαινόμενα που προκλήθηκαν από τους εσφαλμένους χειρισμούς της αμερικανικής κυβέρνησης -τουλάχιστον όπως τις κρίνει σήμερα ο Garrett M. Graff, βασιζόμενος σε πολυετή έρευνα. Ο ίδιος, δε, καταλήγει στη διαπίστωση ότι σήμερα οι ΗΠΑ, ακόμη και μετά την εξόντωση του Μπιν Λάντεν, βρίσκονται αντιμέτωπες με την τρέχουσα κρίση στο Αφγανιστάν χωρίς καν την ενότητα και την ελπίδα της δικαίωσης που υπήρχε μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ο Graff κλείνει, δε, το άρθρο του στο The Atlantic με την εξής φράση: «Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ύστερα από δύο δεκαετίες, δεν μπορώ να αποφύγω το συμπέρασμα ότι ο εχθρός ενάντια στον οποίον εμείς οι Αμερικανοί πολεμήσαμε ύστερα από τις 11/9/2001 ήταν ο εαυτός μας».
Πηγή: protothema.gr