Γράφει η Φένια Βουδαντά
Τόσα χρόνια η ίδια ιδέα. Η ίδια στάση ζωής. Ήρθα εδώ για να αποδείξω πόσο άτρωτη είμαι, ότι είμαι ολόκληρη, ότι με τις κατάλληλες και σωστές επιλογές μπορώ να είμαι ανεξάρτητη για να αντιμετωπίσω τον κόσμο. Εγώ εναντίον όλων. Δεν ήρθα για να βρω το άλλο μου μισό, είπαμε, εγώ είμαι ολόκληρη.
Μου έμαθαν να επιμένω, να μην το βάζω κάτω, να σφίγγω τα δόντια. Τα έσπασα κι αυτά, δεν τους επέτρεψα ποτέ να χαλαρώσουν. Κι έτσι, όλα τα κατέβαζα αμάσητα, δε μου επέτρεψα ποτέ να αισθανθώ τη γεύση τους, να κλείσω τα μάτια και να παραδοθώ στην απόλαυση. Περνούσαν οι στιγμές κι είχα αποφασίσει ότι τα συναισθήματα είναι για τους ονειροπόλους και τους παραμυθάδες. Περνούσαν κι αντί για συναισθήματα τούς κολλούσα ετικέτες με φαντασμαγορικές περιγραφές, λες και ήθελα να τις πουλήσω κι έπρεπε να βρω την καταλληλότερη περιγραφή.
Αργότερα, κατάλαβα ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται να τις αγοράσει. Όλοι ασχολούνται με τις δικές τους, μπορεί κάποια στιγμή να θαυμάσουν ή να κριτικάρουν τις δικές μου, αλλά πάλι γυρνούν στα δικά τους μονοπάτια. Συνειδητοποίησα ότι τόσα χρόνια δε ζούσα τις στιγμές στην ουσία τους, είχα καταπιαστεί με το περιτύλιγμά τους κι ονειρευόμουν ότι βρίσκουν θέση σε πολύβουες βιτρίνες. Κοιτούσα να είναι ιδανικές για τα μάτια του κόσμου, για το θεαθήναι. Έσβηνα πεισματικά τις σκούρες αποχρώσεις, κοιτούσα να αποπνέω αισιοδοξία χρησιμοποιώντας αποχρώσεις του λευκού, ήθελα να αποπνέω φως και ας ήταν το μέσα μου βουτηγμένο στο μαύρο.
Πολλές φορές πάνω στην πρεμούρα και την εμμονή μου να τις τελειοποιώ, μου έπεφταν από τα χέρια και φαρδιές πλατιές σωριάζονταν στο πάτωμα. Τα σημάδια ήταν ορατά στα δικά μου μάτια κι έτρεχα σαν την τρελή να βρω τρόπους να τα κάνω να μη φαίνονται κι ας συνέχιζαν πραγματικά να υπάρχουν και να με ορίζουν.
Είχα το σκεπτικό ότι κάποια στιγμή όλα θα τα φέρω στα μέτρα μου σε μια κανονισμένη τελειότητα, για να τα θαυμάζω μετά χαλαρή και χωρίς σκοτούρες. Η στιγμή αυτή δεν ήρθε ποτέ. Πάντα εμφανίζονταν νέες στιγμές, γιατί η ζωή προχωρά. Κι εγώ εξακολουθούσα να κουκουλώνω τις δυσάρεστες, αλλά και με τις ευχάριστες δεν ήμουν ικανοποιημένη, δεν ήξερα πώς να τις εκτιμώ, εστίαζα στο έστω κι ένα ασήμαντο αρνητικό κι άφηνα τα θετικά να περνούν ανέγγιχτα από την ψυχή και την επίγνωσή μου.
Η ζωή προχωρά, δε σταματά. Εγώ, όμως, μπορούσα να σταματήσω να τα κάνω όλα αυτά. Δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων να ασκήσω έλεγχο στο τι θα συνέβαινε, όμως, μπορούσα να ασκήσω έλεγχο στον τρόπο διαχείρισής του. Μπορούσα να πάψω να ασχολούμαι με το περιτύλιγμα των στιγμών και να κοιτάξω βαθιά την ουσία τους.
Εξαιτίας της εμμονής μου και της υπέρμετρης αυτής ανάγκης μου να είναι όλα σωστά, πολλές φορές τραυματιζόμουν κι εγώ. Άλλοτε καιγόμουν στην προσπάθειά μου να δημιουργήσω το τέλειο και ισορροπημένο γεύμα παίζοντας με τη φωτιά ή στην προσπάθειά μου να σβήσω αυτή που μέσα μου άναβε διαρκώς από την εσώτερη βαθιά μου επιθυμία να ζήσω. Άλλοτε κοβόμουν και κατέκρινα τον εαυτό μου που δεν ήταν δεξιοτέχνης στα μαχαίρια. Άλλοτε γέμιζα μελανιές γιατί δε χωρούσα στη ζωή μου και σκουντουφλούσα όπου έβρισκα, σε κρύα σπίτια, αδιάφορες παρέες, ψεύτικα όνειρα.
Κάποια σημάδια έμειναν κι ας προσπάθησα να τα σβήσω. Τώρα που το σκέφτομαι, το καθένα σηματοδοτεί κάτι διαφορετικό. Έχω να θυμάμαι πολλά βλέποντας αυτά τα σημάδια, μπορώ να πω ότι ζω τις στιγμές ετεροχρονισμένα. Τότε, αναζητούσα στο ίντερνετ τις κατάλληλες αλοιφές που θα σβήσουν τις ραγάδες, τώρα γνωρίζω ότι είτε έδινα πανελλήνιες και ζούσα καθιστική ζωή, είτε δεν ήμουν καλά και έψαχνα γιατρειά προκαλώντας αυξομειώσεις στο σωματικό μου βάρος. Στον καθένα λέω αυτό που πιστεύω ότι είναι σε θέση να ακούσει και του είναι εύπεπτο.
Είπαμε, ο καθένας εν τέλει ασχολείται με τις δικές του στιγμές κι αν τον σπρώξεις βαθιά στις δικές σου, το πιθανότερο είναι να τις «υποβαθμίσει» με το να μην τις κατανοήσει. Δεν ευθύνεται αυτός. Έτσι είμαστε φτιαγμένοι οι άνθρωποι, κατανοούμε τα δικά μας, γιατί πολύ απλά με αυτά ζούμε.
Παρατηρώ την πληγωμένη σε ένα σημείο επιφάνεια του κομοδίνου μου. Μάλλον θα ‘ναι γιατί εκεί έχω κάποια στιγμή ακουμπήσει το αγαπημένο μου βιβλίο, έχω ακουμπήσει τον υπολογιστή μου κι έχω γράψει ένα αγαπημένο μου άρθρο, έχω αφήσει το μπουκάλι με το νερό μου για να το έχω δίπλα μου και να μην ξεχνάω να ενυδατώνομαι και πόσα άλλα. Μάλλον έχει ζήσει κι αυτό μαζί μου, δικαιούται κι αυτό ένα σημάδι. Και δύο ίσως.
Επιλέγω να μην αναζητήσω τον καφέ μαρκαδόρο για τα έπιπλα, δε θυμάμαι καν πού βρίσκεται.
Παρατηρώ ένα σημάδι στο πάνω μέρος της δεξιάς μου παλάμης καθώς πληκτρολογώ. Έχει υπάρξει τόσο καιρό εκεί που πλέον το αντιμετωπίζω σαν κόσμημα. Σε μερικά σημάδια τελευταία δίνω κι ονόματα. Είναι φίλοι μου. Και τι κατάλαβα τότε που έψαχνα το ιώδιο; Αυτό το σημάδι ήρθε για να μείνει, ας μην εκβιάζουμε πράγματα και καταστάσεις. Όλα ξέρουν να κυλούν όπως τα καλεί η ροή τους.
Κι εμείς τη ροή μας έχουμε κι ας παλεύουμε με το αντίθετο ρεύμα συνεχώς. Και η ψυχή μας με ροή πορεύεται και πολλές φορές γεμίζει κι αυτή πληγές και σημάδια. Μήπως ο κατάλληλος (και δη ο πιο βιώσιμος) τρόπος για να αποδεχτούμε τη ροή της και να φροντίσουμε το τραύμα της είναι να την αγκαλιάσουμε;
Τα σημάδια μου είμαι εγώ. Είναι όσα πέρασα, είναι και η συντροφιά μου σε όσα θα περάσω.